Το άρθρο αυτό πραγματεύεται τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία όσον αφορά την ίση μεταχείριση τους σύμφωνα με το νομοθετικό πλαίσιο.
Παρούλα Νάσκου Περράκη-Καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Οργανισμών, Τμήμα ΔΕΣ, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Εισαγωγή / Εννοιολογικές προσεγγίσεις
Η αναπηρία[3] είναι ένα ‘’σύνθετο και μεταβαλλόμενο φαινόμενο, που οφείλεται στην αλληλεπίδραση των προσωπικών χαρακτηριστικών ενός ατόμου και των χαρακτηριστικών του περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο το άτομο αυτό ζει’’[4] Σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ περιβάλλοντος και αναπηρίας και είναι ανάγκη να εξεταστεί κατά πόσον το άτομο με αναπηρία [ΑμεΑ]μπορεί να λειτουργήσει σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, κι όχι σε κάποιο άλλο, λαμβάνοντας υπόψη τα βοηθήματα που του εξασφαλίζει το περιβάλλον αυτό κι όχι τα εμπόδια. Γίνεται από την αρχή σαφές ότι ο καθοριστικός ρόλος της σχέσης περιβάλλον με την αναπηρία είναι η προσβασιμότητα, μια και αυτή καθορίζει άμεσα την ποιότητα ζωής και κατ’επέκταση τα δικαιώματα των ΑμεΑ στον συγκεκριμένο χώρο.
Για να κατανοήσουμε τη σύνθετη έννοια της αναπηρίας, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι το στοιχείο της αναπηρίας, της ‘’πήρωσις’’, άλλως της έλλειψης κάποιας λειτουργίας, αποκτά ιδιαίτερη διαβάθμιση σε συνδυασμό με την περιβαλλοντική αλληλεπίδραση και τη λειτουργική του ικανότητα ή την έλλειψη της. Η κρίση βασίζεται στα όσα θεωρούνται αντικειμενικοί παράγοντες, κατά τις συνήθεις σχεδιαστικές προδιαγραφές. Είναι λοιπόν φανερό ότι το στοιχείο του περιβάλλοντος, πέραν της ιατρικής διάγνωσης, παίζει σημαντικό αν όχι καθοριστικό ρόλο στην αντίληψη και αντιμετώπιση της αναπηρίας αλλά και στον βαθμό της δυσκολίας που αυτή δημιουργεί στο άτομο. Εδώ άλλωστε έγκειται και η σημασία της προσβασιμότητας, και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι επιδεικνύεται τέτοια προσπάθεια ώστε να εξασφαλιστεί ακριβώς η ουδετερότητα του χωροταξικού τοπίου μέσω του κατάλληλου σχεδιασμού υποδομών, εξουδετερώνοντας την πιθανόν επιβαρυντική επενέργεια του στην όποια εγγενή διαφορετικότητα του ατόμου. Την αυτή επιρροή παίζουν και οι κοινωνικές αντιλήψεις που μπορούν να έχουν ανασταλτική δράση σε μια ομαλή συμπερίληψη και ενσωμάτωση του ατόμου λόγω της διαφορετικότητας του. Τα παραπάνω φυσικά και κοινωνικά εμπόδια, τα οποία δεν εναπόκεινται στη συγκρότηση της λειτουργικής ικανότητας ή δεξιότητας του ΑμεΑ, εβρισκόμενα πέρα από τη σφαίρα επιρροής του είναι που η αρχή της προσβασιμότητας προσπαθεί να εξαλείψει. Το τρίπτυχο λοιπόν της αναπηρίας συνήθως το συνθέτουν βιολογικοί, κοινωνικοί και φυσικοί-περιβαλλοντικοί παράγοντες. Είναι ακριβώς αυτή η σύνθεση σε συνδυασμό με την πολύπλοκη και εξελισσόμενη φύση της αναπηρίας που καθυστέρησαν τη νομοθετική της ρύθμιση διεξοδικά, αλλά δυσχεραίνουν και την απόδοση ενός εξαντλητικού ορισμού. Η λανθασμένη αντίληψη της αναπηρίας ως μια ‘’εσωτερική’’ υπόθεση που περιορίζεται στα στενά όρια της ατομικής ανατομίας είναι ιδιαίτερα κοινή ακόμη και σήμερα. Κατά τη δόμηση μιας κοινωνικής πολιτικής, πόσο μάλλον μιας νομοθετικής πολιτικής, η συνοπτική και στρεβλή αντιμετώπιση της αναπηρίας ως ιατρικού φαινομένου οδηγεί σε ανεπαρκή και τις περισσότερες φορές σε ανεπιεική αποτελέσματα αποτρέποντας μια ολιστική ενασχόληση με το ζήτημα. Για τον λόγο αυτόν η αναπηρία θα πρέπει να ειδωθεί ως μια συνάρτηση αποτελούμενη από μια σταθερά που είναι η εγγενής δυσχέρεια, που διαπιστώνεται με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και από δυο μεταβλητές, το κοινωνικό αφενός και το περιβαλλοντικό συγκείμενο αφετέρου. Με πολύ απλά λόγια ο βαθμός της αναπηρίας μπορεί να διαφέρει ακόμα και στο ίδιο άτομο εφόσον οι αστάθμητοι παράγοντες του κοινωνικού και περιβαλλοντικού υποβάθρου μπορούν να διαφοροποιηθούν.
Α.Το νομοθετικό πλαίσιο της προστασίας των ΑμεΑ σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο
- Οι Παγκόσμιοι Οργανισμοί και η προστασία των ΑμεΑ
1.1.Ενέργειες και δράσεις στο πλαίσιο του ΟΗΕ
Όταν αναφερόμαστε στα ΑμεΑ, ομιλούμε για τη μεγαλύτερη ‘’μειονότητα’’ του πλανήτη μας, περίπου ένα δισεκατομμύριο άτομα σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, μεγάλο ποσοστό των οποίων είναι παιδιά κάτω των 18 ετών. [5] Η διεθνής κοινότητα άργησε να ασχοληθεί με την ομάδα αυτή, καθ’εαυτή. Ωστόσο, η προστασία της μπορεί να ειδωθεί σε μια σειρά από διατάξεις Διακηρύξεων και Συμβάσεων προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως καταγράφονται: στο άρθρο 13 της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΟΔΔΑ)[6] που αναγνωρίζει το δικαίωμα του καθενός να κυκλοφορεί ελεύθερα και να επιλέγει τον τόπο της διαμονής του…’’, στο άρθρο 12 του Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΣΑΠΔ)[7] που αναφέρεται στο ‘’δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης και επιλογής κατοικίας στο έδαφος του κράτους, ‘’ στο άρθρο 25 § γ του ίδιου Συμφώνου που κατοχυρώνει το δικαίωμα πρόσβασης,και με όρους ισότητας στα δημόσια αξιώματα της χώρας, στο άρθρο 18 της ΟΔΔΑ σχετικά με το δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης, καθώς και αναζήτησης και διάδοσης πληροφοριών, και στο αντίστοιχο άρθρο 19§2 του ΣΑΠΔ που αναφέρεται επίσης στο δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης, αναζήτησης, λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και απόψεων ανεξαρτήτως συνόρων και με κάθε μέσο της επιλογής του.
Η γενική απαγόρευση της διακρίνουσας μεταχείρισης των ατόμων κατοχυρώνεται και στο άρθρο 26 του ΣΑΠΔ όπου απαγορεύεται κάθε διάκριση για μια σειρά από λόγους και για κάθε ‘’άλλη κατάσταση»,συμπεριλαμβανομένης αυτής των ΑμεΑ. Από την πλευρά της η Σύμβαση για την κατάργηση κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων (CERD)[8] εγγυάται στο άρθρο 5 § 6 στον καθένα το δικαίωμα πρόσβασης ‘’σε οιονδήποτε τόπο ή υπηρεσία που προορίζεται για δημόσια χρήση, όπως μεταφορικά μέσα, ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφέ-ζαχαροπλαστεία, θέατρα και πάρκα’’. Τόσο το ΣΑΠΔ (αρ.25) όσο και η CERD (αρ.5), αναγνώρισαν έγκαιρα το δικαίωμα στην πρόσβαση ή συμμετοχή ως τμήμα της διεθνούς προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αν λάβουμε , δε, υπόψη μας και όλες τις λοιπές διατάξεις διεθνών πράξεων που αναγάγουν την αρχή της μη διάκρισης ως μια θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου,[9] εύκολα διαπιστώνουμε ότι το δικαίωμα στην προσβασιμότητα είναι ένα αυτοτελές δικαίωμα, σεβαστό και εγγυημένο στον καθένα.[10]
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘70 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ [Γ.Σ.] έστρεψε την προσοχή της στο ζήτημα το οποίο και είτε εμμέσως μέσω άλλης θεματικής είτε αμέσως βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη του οργάνου. Αρχικά η Διακήρυξη για την κοινωνική πρόοδο και την ανάπτυξη[11] που υιοθετήθηκε από τη Γ.Σ. το 1969 αφιερώνει δύο άρθρα στις ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, στις οποίες εντάσσει και τα ΑμεΑ, και προωθεί την πλήρη ένταξη τους στο κοινωνικό σύνολο. Εν συνεχεία το 1971, υιοθέτησε τη Διακήρυξη για τα Δικαιώματα των διανοητικά και πνευματικά υστερούντων’’[12] σηματοδοτώντας τη μακροχρόνια ενασχόληση της με το ζήτημα της αναπηρίας. Όπως ήταν βέβαια φυσικό η αντιμετώπιση ήταν αποσπασματική, ελλιπής και στερούνταν οποιαδήποτε νομικής δεσμευτικότητας ενώ διακατεχόταν και από μια φρασεολογική αμηχανία. Η στοχοθέτηση στην πνευματική αναπηρία δεν ήταν τυχαία, ενώ αφορμή υπήρξε η συχνή μειωτική συμπεριφορά και εκμετάλλευση που δέχονταν τα άτομα αυτά που έφτανε μέχρι την εργαλειοποίησης τους. Τα πρώτα δειλά βήματα συνέχισαν με την απόφαση του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου του ΟΗΕ για την πρόληψη και την αποκατάσταση των ΑμεΑ[13] για να καταλήξουμε στη Διακήρυξη για τα Δικαιώματα των Ατόμων με αναπηρία το 1975[14]. Η Διακήρυξη δεν καινοτομεί σχετικά με τα δικαιώματα τα οποία επιθυμεί να εξασφαλίσει στα ΑμεΑ, αλλά για πρώτη φορά επιχειρεί να ορίσει την έννοια του ατόμου με αναπηρία. Ως τέτοιο λοιπόν στο άρθρο 1 αναφέρεται ότι είναι «ένα άτομο που αδυνατεί να εξασφαλίσει στον εαυτό του, μερικά ή ολικά, τα απαραίτητα για μια φυσιολογική προσωπική ή κοινωνική ζωή, ως αποτέλεσμα μιας έλλειψης, είτε εγγενούς είτε όχι, σε κάποια σωματική ή διανοητική ικανότητα». Ο ορισμός αυτός επικράτησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά απεδείχθη άτεγκτος και παρωχημένος οπότε και εγκαταλείφτηκε μια για πάντα με τη Σύμβαση ΑμεΑ. Η σημασία της Διακήρυξης έγκειται όμως και σε ένα ακόμη σημείο, στο άρθρο 12 που ορίζει ότι οργανώσεις ΑμεΑ πρέπει να έχουν συμβουλευτικό χαρακτήρα σε όλα τα ζητήματα που αφορούν τα δικαιώματα των ατόμων αυτών. Η ουσία αυτής της ιδέας φαντάζει απλή αλλά είναι θεμελιώδης και βρίσκεται στον πυρήνα της έννοιας της προσβασιμότητας και έχει νευραλγική σημασία για την προώθηση των δικαιωμάτων των ατόμων αυτών.
Ένα από τα πιο σημαντικά βήματα έγινε το 1976, όταν η Γ. Σ. βασιζόμενη στην αρχή της προώθησης της κοινωνικής δικαιοσύνης που εδράζεται στον Χάρτη ΟΗΕ, αποφασίζει να ανακηρύξει το 1981 ως το παγκόσμιο έτος για την Αναπηρία σε μια προσπάθεια να στρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης στο ζήτημα.[15] Το 1982 εγκαινιάζει το πρώτο Παγκόσμιο Πρόγραμμα Δράσης για τα ΆμεΑ [16]. To Πρόγραμμα, αξιοποιώντας πλήρως την εμπειρία ειδικών αλλά και τα αποτελέσματα των προηγούμενων πράξεων των οργάνων του Οργανισμού, θέτει στο επίκεντρο κάποιους σοβαρούς προβληματισμούς. Αρχικά μας πληροφορεί ότι τα ΑμεΑ δεν είναι μια ομοιογενής ομάδα, αλλά αντ’αυτού αντιμετωπίζουν διαφορετικής έντασης εμπόδια. Επιπλέον η οπτική που υιοθετεί το Πρόγραμμα για την αναπηρία εμποτίζεται με μια κοινωνική διάσταση και εισάγει για πρώτη φορά ως κατευθυντήριες αρχές την έννοια της εξίσωσης ευκαιριών και το δικαίωμα για πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή. Μέσω του προγράμματος στοιχειοθετήθηκαν εκτός των άλλων και οι στόχοι της πρόληψης και επανένταξης που αποκτούν κομβική σημασία και σε μεταγενέστερα κείμενα. Επίσης επαναλαμβάνει εύγλωττα την ανάγκη να συμμετάσχουν τα ΑμεΑ και να έχουν σημαντική επιρροή στον σχεδιασμό των πολιτικών, των προγραμμάτων και των υπηρεσιών που προορίζονται για τους ίδιους, τονίζοντας επιπρόσθετα τη σημασία των οργανώσεων ΑμεΑ.
Στη συνέχεια, το 1991 η Γ.Σ. υιοθέτησε τις ‘’Αρχές για την Προστασία των Ατόμων με Ψυχική Ασθένεια και τη Βελτίωση της Ψυχιατρικής Περίθαλψης’’και το 1993 τους ‘’Πρότυπους Κανόνες για την Ισότητα των Ευκαιριών των Ατόμων με Αναπηρία’’[17], με έμφαση στην πρόσβαση τόσο στο φυσικό περιβάλλον, όσο και στα μέτρα πρόσβασης στην πληροφόρηση και επικοινωνία, κανόνες που υπήρξαν η βάση για την πλειονότητα των περαιτέρω νομοθετικών πρωτοβουλιών στο ζήτημα και ακόμη και σήμερα αποτελούν αντικείμενο επίκλησης. Το 1994 η Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κοινωνική Ανάπτυξη όρισε Ειδικό Εισηγητή για την αναπηρία με σκοπό των επίβλεψη των ανωτέρω πρότυπων κανόνων.[18]
Δεν πρέπει βέβαια να λησμονούμε και τις επίσημες ακοινώσεις των οργάνων επιφορτισμένων με την επίβλεψη της εφαρμογής των διεθνών πράξεων για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το 1991 η Επιτροπή για την Εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των Γυναικών εξέδωσε τη Γενική Σύσταση 18[19] με στόχο να καταδείξει τη διπλή μειονεξία των γυναικών με αναπηρία, γεγονός που τις καθιστά ευάλωτες σε διακριτική μεταχείριση και επέστησε στα κράτη την προσοχή. Το 1994 η Επιτροπή του Συμφώνου για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα ( ΣΟΚΠΔ)[20] στο Γενικό Σχόλιο 5[21] που υιοθέτησε, τονίζει ότι τα κράτη μέρη έχουν καθήκον να εφαρμόσουν τους πρότυπους κανόνες του ΟΗΕ για την ισότητα ευκαιριών στα ΑμεΑ, όπως και σ’όλους τους πολίτες. Το Γενικό Σχόλιο τονίζει την υποχρέωση των κρατών να εξαλείψουν τις διακρίσεις που βασίζονται στην αναπηρία ,ενώ ερμηνεύει μια σειρά από τα βασικότερα άρθρα του Συμφώνου, εμποτίζοντας τα με τη βασική αρχή της προσβασιμότητας την οποία πρέπει να περιφρουρήσουν για να εξασφαλίσουν την απόλαυση της. Προτεραιότητα των κανόνων αυτών η προσβασιμότητα των ΑμεΑ στο φυσικό περιβάλλον, μεταφορές, πληροφόρηση, εκπαίδευση, εργασία, πολιτιστική, ζωή, υπηρεσίες και επικοινωνία. Σχετική είναι και η §12 του Γενικού Σχολίου Νο. 14[22] (2000) της ανωτέρω Επιτροπής. Η ίδια Επιτροπή έχει δώσει ιδιαίτερη προσοχή και έμφαση στα ΑμεΑ, καθόσον τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα βρίσκονται στην καρδιά της συνύπαρξης, της συμβίωσης και της συμπερίληψης που τα ΑμεΑ έχουν δυσκολία να απολαύσουν. Έτσι,στο Γενικό Σχόλιο 20[23] η Επιτροπή έκανε ιδιαίτερη μνεία στα ΑμεΑ και στην ανάγκη να προστατευτούν από κάθε είδους διάκριση σε μια προσπάθεια να διευκολυνθεί η ομαλή και αξιοπρεπής ενσωμάτωση τους .
Σε μια πιο δυναμική παρέμβαση της, λίγα χρόνια πριν η Γ.Σ. υιοθέτησε τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού[24] που περιλαμβάνει στο άρθρο 23 τα δικαιώματα των ανάπηρων παιδιών και στο άρθρο 24 ασχολείται με την υγεία και την αποκατάσταση των αναπήρων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή για τα δικαιώματα του παιδιού αφιέρωσε ένα Γενικό Σχόλιο για την ερμηνεία του άρθρου 23. Πρόκειται για το Γενικό Σχόλιο Νο. 9 (2006)[25] που παρέχει οδηγίες για τα μέτρα που θα πρέπει να υιοθετηθούν στην προσπάθεια της να βοηθήσει τα κράτη μέρη στην καλύτερη δυνατή προστασία του παιδιού ΑμεΑ. Η Επιτροπή δίνει έμφαση στην αρχή της μη διάκρισης, μια θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου και της προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου και ζητά από τα κράτη τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την αποφυγή των διακρίσεων και την ενσωμάτωση αυτών των ατόμων στην κοινωνία[26]. Η αρχή της μη διάκρισης διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει κάθε μορφής διαφορετικότητα και εξοπλίστηκε με τα απαραίτητα εργαλεία ώστε να προωθήσει την εμπέδωση της θετικής όψης της ισότητας. Τέτοια εργαλεία είναι η διαθεσιμότητα, η ανεκτικότητα, η προσαρμοστικότητα και η προσβασιμότητα. Έννοιες οι οποίες άργησαν να καταγραφούν με νομικά δεσμευτικό τρόπο. Ειδικά για την προσβασιμότητα[27] ζητά από τα κράτη μέρη πρόσβαση των ΑμεΑ σε κτήρια αγορές, χώρους και υπηρεσίες, χαρακτηρίζοντας της ως τον ’’ύψιστο παράγοντα’’ για την ενσωμάτωση των παιδιών ΑμεΑ στην κοινωνία.
Η Διεθνής Κοινότητα έδειξε μια άνευ προηγουμένου ολιγωρία στην κατοχύρωση νομικά δεσμευτικών κανόνων που αφορούσαν τα δικαιώματα των ΑμεΑ, στην οποία ήρθε να βάλει τέλος, μόλις το 2006 με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία και το Προαιρετικό Πρωτόκολλο[28]. Η Σύμβαση συνεισφέρει καινοτόμα στοιχεία στο πεδίο των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ενώ η υιοθέτηση του Πρωτοκόλλου παρέχει στα ΆμεΑ την ευχέρεια σε περίπτωση παραβιάσεων και υπό προϋποθέσεις[29] να προσφύγουν κατά του κράτους τους με ατομική αναφορά στην Επιτροπή ΑμεΑ. Έστω και αργά, η διεθνής κοινότητα κινείται πλέον προς τη σωστή κατεύθυνση με τη δημιουργία ειδικού Ταμείου, που δημιουργήθηκε από τον ΟΗΕ[30], προκειμένου να στηρίξει τα δικαιώματα και για τις ανάγκες των ΑμεΑ όπως κατοχυρώνονται στη Σύμβαση ΑμεΑ. Ο τότε Γενικός Γραμματέας Kofi Annan μίλησε για ‘’νέα εποχή’’ και παύση των διακρίσεων κατά των ΑμεΑ.
1.1.1. Η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των ΑμεΑ.
Η Σύμβαση ΑμεΑ θεωρείται ως μία από τις πλέον σημαντικές που υιοθέτησε ο ΟΗΕ στον τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου στην αρχή του 21ου αιώνα. Αποτελείται από ένα Προοίμιο και 50 άρθρα και βασίζεται στις αρχές του ΟΗΕ όπως περιέχονται στον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού, ενώ εξαρχής, στην κορωνίδα της Σύμβασης την πρωτοκαθεδρία λαμβάνουν η εγγενής αξιοπρέπεια και αξία του ατόμου, όπως επίσης η ισότητα στα δικαιώματα ως θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης. Επιπλέον γίνεται αναφορά στην αδιαίρετη, οικουμενική, αλληλεξαρτούμενη και αλληλοσχετιζόμενη φύση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτά απορρέουν από τη Βίβλο των Δικαιωμάτων, την ΟΔΔΑ και τα δύο Σύμφωνα, αλλά και τις μεταγενέστερες συμβάσεις. Το Προοίμιο, στην πέμπτη παράγραφο σκιαγραφεί με μεγάλη ακρίβεια το ζήτημα που καλείται να επιλύσει ώστε να καταστεί σαφής ο επιδιωκόμενος στόχος των μέτρων που περιέχονται στις διατάξεις της Σύμβασης. Έτσι, αναγνωρίζει ότι η αναπηρία είναι μια εξελισσόμενη έννοια που προκύπτει από την αλληλεπίδραση μεταξύ των εμποδιζομένων προσώπων και των περιβαλλοντικών εμποδίων καθώς και των εμποδίων συμπεριφοράς, που αναστέλλει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία επί ίσοις όροις με τα υπόλοιπα μέλη του κοινωνικού συνόλου.
Επιπρόσθετα υπερτονίζεται το γεγονός ότι τα άτομα αυτά συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν εμπόδια στη συμμετοχή τους ως ίσα μέλη της κοινωνίας και δίνεται προβάδισμα στη σημασία επίτευξης διεθνούς συνεργασίας για την απάλειψη των ανισοτήτων και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης. Σκοπός είναι η πλήρης απόλαυση των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών και η εξασφάλιση της πλήρους συμμετοχής. Η Σύμβαση σε αυτό το σημείο διαγιγνώσκει τον κίνδυνο περιθωριοποίησης και απομόνωσης των ΑμεΑ και καλεί τα κράτη να αποσοβήσουν τον κίνδυνο αυτό με κάθε τρόπο, αναφέροντας ότι τα μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο πολλές φορές δεν είναι αρκετά. Η διατύπωση αυτή είναι ηθελημένη, και ακόμα και συνδυασμένο το Προοίμιο με τον περιοριστικό ορισμό του άρθρου 1 δεν μπορούν να αποδώσουν παρά μόνο κατευθυντήριες γραμμές για τη διάγνωση της αναπηρίας. Ο λόγος φυσικά είναι να μην εγκλωβιστεί το περιεχόμενο της Σύμβασης σε άκαμπτες γραμματικές ερμηνείες που θα περιόριζαν την εφαρμογή του κανονιστικού περιεχομένου της. Ωστόσο στο άρθρο 1 κατοχυρώνεται η πλήρης και ίση απόλαυση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στα ΑμεΑ και ο σεβασμός της εγγενούς αξιοπρέπειας τους,ενώ στην § 2 μας δίνει έναν κατάλογο των ΑμεΑ ,όπως ‘’άτομα με μακροχρόνια σωματικά,διανοητικά,πνευματικά ή αισθητήρια εμπόδια,που,σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια,μπορούν να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία,σε ίση βάση με τους άλλους’’.
1.1.1.1. Το προστατευτικό περιεχόμενο της Σύμβασης
Το προστατευτικό πλέγμα της Σύμβασης είναι ιδιαίτερα σύνθετο με δικαιώματα να εκτείνονται από τα ατομικά και πολιτικά δίνοντας όμως ιδιαίτερη βαρύτητα στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά τα οποία και σκοπούν σε μια ενεργότερη και εναργέστερη συμμετοχή του ατόμου στην κοινωνικοοικονομική ζωή. Η σημασία αυτής της λεπτομερούς κατοχύρωσης των δικαιωμάτων της ομάδας αυτής είναι μια εκούσια επιλογή της Σύμβασης που αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτήν την υστέρηση και τη μειονεξία που αντιμετωπίζουν σε αυτούς τους τομείς τα άτομα λόγω της αναπηρίας τους, με κίνδυνο περιθωριοποίησης και αποκλεισμού. Η Σύμβαση αναγνωρίζει δικαιώματα στα ΑμεΑ, αλλά θέτει και υποχρεώσεις στα κράτη για την προαγωγή και προστασία των δικαιωμάτων αυτών.[31] Δημιουργεί επίσης εθνικούς και διεθνείς θεσμούς απαραίτητους για την εφαρμογή της. Η Σύμβαση προάγει, προστατεύει και κατοχυρώνει δικαιώματα και υποχρεώσεις, προάγει ( αφυπνίζει την κοινωνία για τα δικαιώματα των ΑμεΑ) προστατεύει (υιοθετεί νόμους και πολιτικές) και κατοχυρώνει παρέχοντας φυσική και άλλη προσβασιμότητα στις υπηρεσίες.
Τα δικαιώματα που κατοχυρώνει κατηγοριοποιούνται σε : Ορισμούς ( άρθρο 1), Γενικές Αρχές ( άρθρο 3), γενικές υποχρεώσεις ( άρθρο 4) , γενικά και ειδικά δικαιώματα ( άρθρα 5-30) που διακατέχονται από την αρχή της μη διάκρισης και της ισότητας, αρχές που εφαρμόζονται σε όλες τις κατηγορίες δικαιωμάτων, διεθνή συνεργασία ( άρθρο 32) μέτρα εφαρμογής της Σύμβασης ( άρθρα 31 και 33) ενώ στα άρθρα 34-39 διαγράφεται ο ρόλος της Επιτροπής ΑμεΑ[32]. Η Σύμβαση προβλέπει μια Σύνοδο των κρατών μερών που θα συγκαλείται σε τακτά χρονικά διαστήματα για να συζητάει ζητήματα και προβλήματα εφαρμογής της.[33] Δύο είναι τα καθοριστικά άρθρα της Σύμβασης που αποτελούν τη βάση και προυπόθεση για την απόλαυση των δικαιωμάτων των ΑμεΑ, η αφύπνιση της κοινωνίας (άρθρο 8) και η προσβασιμότητα ( άρθρο 9) και τα δύο όμως βασίζονται στην εφαρμογή της αρχής, της ισότητας και μη διάκρισης ,γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου για την απόλαυση όλων των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
1.1.1.2. Ισότητα και μη διάκριση
Το ζήτημα της ισότητας και μη διάκρισης τίθεται στη Σύμβαση[34] ως ακρογωνιαίος λίθος. Η Σύμβαση αφορά την απόλαυση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που αναγράφονται και σε άλλες διεθνείς συμβάσεις, αλλά εδώ δίνεται έμφαση στη διακρίνουσα μεταχείριση και στην πρόσβαση στην ισότητα ευκαιριών των ΑμεΑ.
Στην πράξη τα ΑμεΑ δεν απολαμβάνουν τα δικαιώματα του ανθρώπου και κατά καιρούς υπήρξαν θύματα αποτρόπαιων πράξεων, έτσι στην πορεία της ιστορίας τα άτομα αυτά έπεσαν θύματα γενοκτονίας[35], ευνουχισμού[36] και διακρίνουσας μεταχείρισης σε ευρεία κλίμακα[37].
Η ισότητα επιβεβαιώνει την εφαρμογή όλων των δικαιωμάτων του ανθρώπου στα ΑμεΑ, κι αναγνωρίζει ίση προστασία και ίσα προνόμια από τον νόμο[38]. Για την προώθηση της ισότητας, τα κράτη μέρη θα λάβουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν στα άτομα αυτά μια αξιοπρεπή κατοικία[39], ενώ δεν θα θεωρείται διάκριση απέναντι σε άλλα άτομα, όταν συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται υπέρ των ΑμεΑ[40].
Η αναφορά στην απαγόρευση διάκρισης, η οποία γίνεται πλειστάκις στο κείμενο της Σύμβασης δεν είναι τυχαία, μια και τα ΑμεΑ γίνονται συχνά θύματα διακρίνουσας μεταχείρισης. Έτσι, τα κράτη μέρη υποχρεούνται όχι μόνο να απαγορεύσουν όλες τις διακρίσεις που βασίζονται στην αναπηρία αλλά και να εγγυηθούν στα ΑμεΑ ίση και αποτελεσματική νομική προστασία κατά των διακρίσεων σε όλα τα επίπεδα[41], λαμβάνοντας όλα τα κατάλληλα μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση.
1.1.1.3. Αφύπνιση της κοινωνίας
Τα ΑμεΑ αντιμετωπίζουν κοινωνικά εμπόδια που πολλές φορές οφείλονται στην έλλειψη πληροφόρησης και ενημέρωσης του κόσμου. Η κοινωνική ευαισθητοποίηση και επαγρύπνηση τέθηκε εξ αρχής στο ίδιο το προοίμιο της Σύμβασης ως καταλυτικός παράγων για την αποφυγή της περιθωριοποίησης και της ομαλής τους ένταξης στο κοινωνικό σύνολο.
Η αφύπνιση της κοινωνίας ή ενημέρωση,όπως τιτλοφορείται στη Σύμβαση,αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις για την αποτελεσματική εφαρμογή της Σύμβασης. Με τον πρωτότυπο αυτό τίτλο, η διάταξη της Σύμβασης[42] υποχρεώνει τα κράτη μέρη να υιοθετήσουν άμεσα μια σειρά μέτρων, αποτελεσματικών και κατάλληλων, με σκοπό να αφυπνίσουν την κοινωνία, αρχίζοντας από το επίπεδο της οικογένειας, για τον σεβασμό των δικαιωμάτων των ΑμεΑ και της αξιοπρέπειάς τους. Η ευαισθητοποίηση του κοινού θα επιτευχθεί όπως τονίζει η Σύμβαση με την κατάρριψη των στερεοτύπων,προκαταλήψεων και επιβλαβών πρακτικών που αφορούν τα ΑμεΑ, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που σχετίζονται με το φύλο και την ηλικία. Ανάμεσα στα μέτρα τα οποία αναγνωρίζονται ως ευεργετικά προς αυτή την κατεύθυνση αξίζει να μνημονευτούν ο σεβασμός των ΑμεΑ, αρχίζοντας από το εκπαιδευτικό σύστημα, από τις μικρές τάξεις του σχολείου, η ενθάρρυνση των ΜΜΕ για να βοηθήσουν προς την κατεύθυνση αυτή[43], η υιοθέτηση ειδικών προγραμμάτων για αφύπνιση της κοινωνίας, κ.ά. Πάνω από όλα όμως απαιτείται συστηματική αφύπνιση για την προσβασιμότητα στο φυσικό περιβάλλον μεταφορές, πληροφορίες και επικοινωνία και υπηρεσίες. Η αφύπνιση θα πρέπει να αφορά τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό τομέα και θα πραγματοποιείται σε συνεργασία με ΑμεΑ, ΜΚΟ και ειδικούς, ενώ τα ΜΜΕ έχουν στο θέμα αυτό πρωταρχικό ρόλο. [44]
1.1.1.4. Προσβασιμότητα
Η προσβασιμότητα είναι ένα από τα πιο πολύπλοκα ζητήματα της Σύμβασης. Η σημασία της έννοιας διαφαίνεται από τη θέση της στο πρώτο κεφάλαιο της Σύμβασης, μόλις στο άρθρο 9, ενώ η σημασία της υπερτονίζεται καθώς αποτελεί το εκτενέστερο και λεπτομερέστερο άρθρο σ’αυτήν. Υπήρξε λοιπόν ανάγκη να διασαφηνιστεί το περιεχόμενο του και να δοθούν κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή του στα κράτη μέρη και για τον λόγο αυτόν η Επιτροπή ΑμεΑ υιοθέτησε το πρώτο της Γενικό Σχόλιο [45], ερμηνεύοντας το .
Η απόλαυση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Σύμβαση στα ΑμεΑ προϋποθέτει ότι το κράτος μέρος έχει φροντίσει κι έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε τα ΑμεΑ να μπορούν να ζουν ανεξάρτητα και να συμμετέχουν πλήρως στην κοινωνική ζωή του κράτους. Τα ΑμεΑ θα πρέπει να έχουν πρόσβαση, όπως και οι υπόλοιποι πολίτες, στο φυσικό περιβάλλον. Βασισμένο στο άρθρο 25 (γ) του ΣΑΠΔ και στο άρθρο 5(5) της CERD, το άρθρο αυτό διευρύνει την προσβασιμότητα και σε άλλους τομείς (π.χ. προσβασιμότητα μέσω διαδικτύου), ενώ αλλάζει κι αυτή καθ’ευατή την έννοια της ισότητας στο διεθνές δίκαιο, από τυπική σε ουσιαστική υποχρέωση των κρατών να παράσχουν πρόσβαση στα ΑμεΑ έτσι ώστε να απολαύσουν τα δικαιώματα τους με πλήρη ισότητα. Τα κράτη οφείλουν σταδιακά και συστηματικά να καταργήσουν όλα τα εμπόδια που υπάρχουν για αγαθά, προϊόντα, υπηρεσίες, τεχνολογίες, διευκολύνσεις, για όλους τους ενδεχόμενους καταναλωτές συμπεριλαμβανομένων των ΑμεΑ, στο πλαίσιο του σεβασμού της αξιοπρέπειες και διαφορετικότητας τους. Η παράγραφος 1 του άρθρου 9 καθορίζει λεπτομερώς τις υποχρεώσεις των κρατών για την άρση των εμποδίων σε κτήρια, δρόμους, μεταφορικά και άλλες διευκολύνσεις εντός και εκτός κτηρίων συμπεριλαμβανομένων σχολείων, σπιτιών, νοσοκομείων και χώρων εργασίας. Ειδική αναφορά γίνεται σε δικαστικά μέγαρα, και φυλακές, κοινωνικά ιδρύματα, χώρους κοινωνικής διάδρασης, αναψυχής, πολιτισμού, θρησκείας, πολιτικές και αθλητικές δραστηριότητες και εμπορικούς χώρους, καθώς και σε ταχυδρομεία, τράπεζες, τηλεπικοινωνίες και υπηρεσίες πληροφόρησης.[46]
Όλα τα ανωτέρω θεωρούνται ως το ελάχιστο που οφείλουν τα κράτη για υπηρεσίες και διευκολύνσεις που είναι ανοικτές για το κοινό, συμπεριλαμβανομένων και ιδιωτικών χώρων.
Η υποχρέωση των κρατών επεκτείνεται, σύμφωνα με την §2 του άρθρου 9 στην αναγραφή σημάτων στα κτήρια με την μέθοδο Braille ή όποια άλλη μέθοδος διευκολύνει τα ΑμεΑ προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην πληροφόρηση και επικοινωνία συμπεριλαμβανομένης της τεχνολογίας (internet) όχι μόνο στις αστικές, αλλά και στις αγροτικές περιοχές. Τα κράτη θα πρέπει να αναθεωρήσουν όλους τους νόμους, που παραβιάζουν τα δικαιώματα των ΑμεΑ με βάση την αρχή της ισότητας.[47] Ενδιαφέρουσα είναι η προτροπή της Επιτροπής προς τα κράτη να δημιουργήσουν ελάχιστα μέτρα για κατ’ιδίαν κατηγορίες τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα.[48] Τα κράτη πρέπει να αναπτύσσουν, να παρέχουν και να ελέγχουν την εφαρμογή των ελαχίστων αυτών μέτρων και υπηρεσιών συνεχώς .
Ιδιαίτερα θα πρέπει να φροντίσουν έτσι ώστε τα ΑμεΑ να έχουν πρόσβαση στον τόπο εργασίας τους[49], σε όλες τις υπηρεσίες πληροφόρησης, στα νέα συστήματα τεχνολογίας[50] με χαμηλό κόστος[51], ενώ οι ιδιωτικές υπηρεσίες επίσης στο μέτρο που έχουν πρόσβαση στο κοινό να λαμβάνουν υπόψη την προσβασιμότητά τους[52]. Ειδική μνεία γίνεται για παροχή πληροφόρησης με την μέθοδο Braille,καθώς και καταγραφή πληροφοριών σε κατανοητή γι’ αυτούς γλώσσα[53]. Η αρχή της προσβασιμότητας αποτελεί προϋπόθεση για την ανεξάρτητη διαβίωση των ΑμεΑ ,όπως τονίζεται στο άρθρο 19 της Σύμβασης, έτσι ώστε να μπορούν τα ΑμεΑ να συμμετέχουν πλήρως και ισότιμα με τα υπόλοιπα άτομα στην κοινωνία. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι υποχρέωση παροχής πρόσβασης προϋπάρχει ως υποχρέωση και κατά συνέπεια τα κράτη οφείλουν να προγραμματίζουν τις ενέργειες τους και να παρέχουν προσβασιμότητα πριν υποβληθεί σχετικό αίτημα. Τα μέτρα πρόσβασης πρέπει να είναι συνεχή, σταθερά και να αφορούν όλα τα άτομα χωρίς διάκριση.[54] Η άρνηση στην πρόσβαση σηματοδοτεί δικαίωμα των ΑμεΑ σε αποζημίωση και προς αυτήν την κατεύθυνση τα κράτη θα διαθέτουν στα ΑμεΑ όλα τα αποτελεσματικά νομικά μέσα για την ικανοποίηση τους. [55]
Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι ακόμα και στους κανόνες διαδικασίας της Επιτροπής (Rules of Procedure)[56] για τα ΑμεΑ όπως αυτοί τροποποιήθηκαν πρόσφατα, εμπεριέχεται άρθρο με τίτλο προσβασιμότητα που προβλέπει τη χρήση νοηματικής γλώσσας, του συστήματος Braille και άλλων ενισχυτικών και εναλλακτικών μεθόδων επικοινωνίας για να καταστήσει δυνατή τη συμμετοχή των ΑμεΑ στις διαδικασίες της Επιτροπής, είτε αυτοί είναι εκπρόσωποι οργανώσεων είτε οι ίδιοι οι εμπειρογνώμονες. Επιπλέον προβλέπει τη συμμετοχή των βοηθητικών προσώπων ώστε να διευκολύνει και να εξασφαλίσει την πρόσβαση των ΑμεΑ σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας. Η προσβασιμότητα που προβλέπει η Επιτροπή στις διαδικασίες της αφορά τόσο στις εγκαταστάσεις των συνεδριάσεων (φυσική προσβασιμότητα) όσο και στην επικοινωνία και την πληροφορία. Αυτονόητο θα πρέπει να θεωρείται ότι το κατεξοχήν όργανο το οποίο ασχολείται με τα δικαιώματα των ατόμων αυτών, προνοεί τόσο στη συμπερίληψη τους θεσμικά όσο και συμβολικά. Επιθυμεί με τον τρόπο αυτό η Επιτροπή να θέσει μια καλή πρακτική προς παραδειγματισμό και μίμηση.
1.2. Ο ρόλος των Ειδικευμένων Οργανώσεων στην προστασία των ΑμεΑ
Από τις Ειδικευμένες Οργανώσεις του Συστήματος του ΟΗΕ, η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) ασχολείται ειδικότερα με την προστασία των ΑμεΑ. Σε αρκετές από τις Συμβάσεις που έχει υιοθετήσει, γίνεται αναφορά σε ευάλωτες ή μειονεκτούσες ομάδες, ή σε ΑμεΑ. Στη Σύμβαση 159/1983 για την επαγγελματική επαναπροσαρμογή των μειονεκτούντων προσώπων ενσωματώνει αρχές των πολιτικών επαγγελματικής αναπροσαρμογής και απασχόλησης των ατόμων αυτών κάτι που επαναλαμβάνει και στη Σύσταση 168 του ίδιου έτους.[57]
Στη Σύμβαση 142/1975 για τον ρόλο του επαγγελματικού προσανατολισμού και της εκπαίδευσης στην αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού τα κράτη μέρη οφείλουν να παρέχουν κατάλληλα προγράμματα για τους αναπήρους[58], ενώ στη Σύμβαση 111/58 για την απαγόρευση διακρίσεων στην απασχόληση και στο επάγγελμα αναφέρεται στα δικαιώματα των αναπήρων[59] καθώς και στη Σύμβαση 102/52 για τα ελάχιστα όρια κοινωνικής ασφάλειας και παροχές αναπηρίες.[60]
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΔΟΕ έχει εξαγγείλει πρόγραμμα στρατηγικής για τα ΑμεΑ που περιλαμβάνει τον Κώδικα Συμπεριφοράς ΑμεΑ στο εργασιακό τους περιβάλλον[61].
Από την πλευρά της η Παγκόσμια Ένωση Τηλεπικοινωνιών σε έκθεση της με τίτλο ‘’ Να φτιάξουμε προσβάσιμη τηλεόραση’’[62] που υιοθέτησε σε συνεργασία με το Global Initiative for Inclusive ICTs [63] επισημαίνει ότι είναι δισεκατομμύρια τα άτομα που ζούνε με μιας μορφής αναπηρία και δεν μπορούν να απολαύσουν το περιεχόμενο του audio-visual. Η έλλειψη προσβασιμότητας οφείλεται στη μη πρόσβαση στις ανωτέρω υπηρεσίες.
Η προσβασιμότητα ήταν ένα θέμα που αντιμετωπίστηκε από τα μέλη της Τεχνολογίας Πληροφόρησης και Επικοινωνίας (Information and Communication Technology) (ICT)[64] ως ‘’όρος-ομπρέλα’’ που περιλαμβάνει την πρόσβαση στις τεχνολογίες, όπως ραδιόφωνο, τηλεόραση, δορυφόρους, κινητά, υπολογιστές, δίκτυα επικοινωνίας (hardware και software). Στόχος της ICT είναι η προσφορά όσο το δυνατόν περισσότερων υπηρεσιών, η αλλαγή των ήδη υπαρχόντων και η δυνατότητα παροχής πληροφόρησης και γνώσης, ιδιαίτερα σε πληθυσμούς αποκλεισμένους ή σε ανθρώπους που δεν έχουν πρόσβαση, όπως τα ΑμεΑ. Το 2012, στο Ντουμπάι υιοθετήθηκε ένας κανονισμός, International Telecommunication Regulation, όπου στο άρθρο 12 καταγράφει το δικαίωμα των AμεΑ να έχουν πρόσβαση στις διεθνείς υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών, με βάση τις Συστάσεις/Αποφάσεις της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU). Θετικό θα είναι η διάταξη αυτή του άρθρου 12 να αποτελέσει την απαρχή της αλλαγής της εθνικής νομοθεσίας στα κράτη μέλη της ITU.
Ιδιαίτερα ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις μεγάλες εταιρίες που κατασκευάζουν και εμπορεύονται λογισμικό και τεχνολογικές εφαρμογές, όπως η Google, η Apple, η Μicrosoft και η IBM έχουν εισάγει στο πλαίσιο των προγραμμάτων κοινωνικής ευθύνης και εκσυγχρονισμού πολιτικές προσβασιμότητες για όλους. Έτσι πλέον οι σημαντικότερες μηχανές αναζήτησης όπως η Google φέρουν χαρακτηριστικά προσβασιμότητας, όπως τα ονομάζουν, που απευθύνονται κυρίως σε δύο κατηγορίες αναπήρων, αυτούς που αντιμετωπίζουν προβλήματα όρασης και αυτούς που αντιμετωπίζουν προβλήματα ακοής. Ειδικευμένες Οργανώσεις ανάμεσα τους και η Διεθνής Ένωση Τηλεπικοινωνιών σε αναφορά τους το 2013 [65]παρατήρησαν τη σημαντική ευκαιρία που παρουσιάζει η επιγραμμική και η ηλεκτρονική συμπερίληψη των ΑμεΑ ως μέσο προς την πραγμάτωση της πραγματικής προσβασιμότητας στην κοινωνικοοικονομική ζωή έτσι ακριβώς όπως το προβλέπει η Σύμβαση ΑμεΑ. Είναι γεγονός ότι πολλές φορές η αναπηρία, ανάλογα φυσικά με τη σοβαρότητα της καθιστά το άτομο επιρρεπές στους κινδύνους του εξωτερικού περιβάλλοντος, καθιστώντας το έτσι έγκλειστο και θύμα απομονωτισμού στα όρια της στέγης του. Ακριβώς αυτόν τον αποκλεισμό βοηθά η προσβασιμότητα στην πληροφόρηση και στην τεχνολογία επικοινωνιών να ξεπεράσουν τα ΑμεΑ. Όπως αναφέρει δε χαρακτηριστικά η Διακήρυξη της Μανίλα[66] προσβάσιμη πληροφόρηση και τεχνολογία επικοινωνιών βοηθούν στο να προσπελαστούν εμπόδια που αφορούν στην κοινωνική και επαγγελματική αλληλεπίδραση ατόμων με και χωρίς αναπηρία. Παράλληλα βοηθά στο να ξεπεραστούν διακρίσεις λόγω ηλικίας, μειώνει τη γλωσσική και τη μορφωτική διαφοροποίηση, ενώ εκμηδενίζει την πιθανότητα ατυχημάτων στην εργασία και ενδυναμώνει παγκόσμιες εμπορικές ευκαιρίες.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) δημοσίευσε την Παγκόσμια Έκθεση για την Αναπηρία σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα[67] μετά από διαβουλεύσεις ειδικών σε θέματα αναπηρίας, μια διαβούλευση που χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη στον κόσμο. Τόνισαν ότι τα ΑμεΑ συχνά στερούνται προσβασιμότητας στο περιβάλλον, στις μεταφορές, στην πληροφόρηση και επικοινωνία, ενώ οι νόμοι σε πολλά κράτη είναι ανεπαρκείς για να εγγυηθούν τα δικαιώματα τους, κυρίως ως προς την απασχόληση και την υγεία.
Στη βάση αυτή η αναφορά του ΠΟΥ ορίζει την αναπηρία ως « έναν ‘’όρο-ομπρέλα’’ που καλύπτει βλάβες, περιορισμούς δραστηριότητας και συμμετοχής. Ως βλάβη θεωρείται ένα πρόβλημα δομικό ή λειτουργικό στο σώμα. Περιορισμός στη δραστηριότητα θεωρείται η δυσκολία που αντιμετωπίζει ένα άτομο κατά την επιχείρηση κάποιας ενέργειας ή δραστηριότητας, ενώ τέλος περιορισμός στη συμμετοχή νοείται ως η δυσκολία του άτομου στην ανάμειξη του σε καταστάσεις της ζωής. Ως εκ τούτου η αναπηρία είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, που αντικατοπτρίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ των χαρακτηριστικών του σώματος ενός ατόμου και των χαρακτηριστικών της κοινωνίας στην οποία αυτό ζει.»[68] Με τον ορισμό αυτό ομογνωμεί και η παγκόσμια έκθεση της UNESCO για την αναπηρία.[69]
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Παγκόσμια Αναφορά για την Αναπηρία την οποία επιμελήθηκε ο Π ΟΥ και η Παγκόσμια Τράπεζα,[70] σχεδόν όλοι κάποια στιγμή στη ζωή τους παροδικά ή μόνιμα αντιμετωπίζουν κάποια πνευματική ή σωματική απομείωση.
2.Οι Περιφερειακοί Οργανισμοί και η προστασία των ΑμεΑ
2.1. Το Συμβούλιο της Ευρώπης και η στρατηγική για τα ΑμεΑ
Σε περιφερειακό επίπεδο το Συμβούλιο της Ευρώπης [ΣτΕ] δεν έχει υιοθετήσει σύμβαση σχετική με την προστασία των ΑμεΑ. Ωστόσο, αναφορές υπάρχουν σε διάφορες συμβάσεις όπως, στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (EKX) [71] ειδικότερα στο δικαίωμα για επαγγελματικό προσανατολισμό που αναφέρεται και στα ΑμεΑ[72], στο δικαίωμα για επαγγελματική εκπαίδευση[73], καθώς και ειδική αναφορά στο δικαίωμα των μειονεκτούντων σωματικά και διανοητικά προσώπων για επαγγελματική και κοινωνική επαναπροσαρμογή[74]. Στον αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη (AEKX)[75] προστατεύεται το δικαίωμα των αναπήρων ατόμων στην αυτονομία, στην κοινωνική αποκατάσταση και στη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή[76]. Επίσης η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τη Βιοιατρική προστατεύει τα άτομα που πάσχουν από διανοητική διαταραχή. [77]
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[ΕυρΣΔΑ][78] παρόλο που δεν προστατεύει την αναπηρία αυτή καθεαυτή απαγορεύει ρητά τις διακρίσεις σε όλα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνει για μια σειρά από λόγους και για οποιαδήποτε ‘’ άλλη κατάσταση» [79] περιλαμβάνοντας και την αναπηρία. Η απαγόρευση διακρίσεων αποκτά άλλη διάσταση με την υιοθέτηση του 12ου Πρωτόσκολου στην ΕυρΣΔΑ[80] που την αναγορεύει σε ατομικό δικαίωμα. Σε θεσμικό επίπεδο το ΣτΕ ενέκρινε τον Απρίλιο του 2006 10ετή στρατηγική για την Αναπηρία ( Disability Action Plan 2006-2015)[81], εντός της οποία διατύπωσε σε 15 βασικά σημεία τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν από τα κράτη μέλη ώστε να βελτιωθεί η θέση των αναπήρων και να επιτευχθεί η ισότιμη συμμετοχή τους στην πολιτική, δημόσια και πολιτιστική ζωή, στην εκπαίδευση, την πληροφόρηση και την επικοινωνία, την εργασία, την προσβασιμότητα καθώς και στις μεταφορές. Επίσης το ΣτΕ επισημαίνει το ζήτημα της διπλής μειονεξίας των γυναικών και παιδιών με αναπηρία[82] καθώς και αυτών με υψηλό επίπεδο αναπηρίας που έχουν ιδιαίτερη ανάγκη υποστήριξης. Οι αριθμοί στα 47 κράτη μέλη του δεν διαφέρουν πολύ από αυτούς στα 28 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης [ΕΕ]. Έτσι τονίζεται ότι 1 στους 10 Ευρωπαίους έχει κάποια μορφή αναπηρίας , ήπια ή σοβαρή , και υπογραμμίζει το γεγονός ότι η κοινωνία, εν γένει, πρέπει να συνειδητοποιήσει τις ανάγκες των ατόμων αυτών και να προσαρμοστεί σε αυτές, και όχι το αντίστροφο. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην ένταξη των ΑμεΑ καθώς οι μέχρι τώρα εθνικές στρατηγικές είναι σχετικά περιορισμένες και φτωχές σε υλικοτεχνική υποδομή. Τεράστια σημασία και δυναμική έχει πλέον και το διαδίκτυο, όπως αναφέρει, και αυτό διότι μπορεί να βελτιώσει κατά πολύ την κοινωνική ένταξη των ΑμεΑ ( εργασία από το σπίτι, συμμετοχικές διαδικασίες επιγραμμικά (online) όπως ψήφος , πρόσβαση στη γνώση και στην πληροφορία ). Το Σχέδιο κλείνει υπερτονίζοντας το ζήτημα της προσβασιμότητας , του οποίου οι προεκτάσεις οφείλουν να διευρυνθούν σε όλους τους άξονες και τα επίπεδα ώστε να συμπεριλάβουν όλα τα είδη αναπηρίας σε όλο το κοινωνικό φάσμα, υπερπηδώντας στεγανά και εμπόδια.
2.2. Ευρωπαϊκή Ένωση μέρος στη Σύμβαση ΑμεΑ
Παρόλο που η Ευρωπαϊκή Κοινότητα[ΕΚ] υιοθέτησε και εφάρμοσε πολιτικές αναπηρίας από τη δεκαετία του ’70[83], ασχολήθηκε ειδικά με το ζήτημα μέσω μιας σειράς οδηγιών που υιοθετήθηκαν μετά το 2000, όπως η Οδηγία για την φυλετική ισότητα[84], η Οδηγία κατά της διάκρισης λόγω φύλου[85] και η Οδηγία για την ισότητα στην απασχόληση[86]. Η τελευταία σε αντίθεση με τις παραπάνω ασχολείται και με την καταπολέμηση της διακρίνουσας μεταχείρισης των ΑμεΑ στον χώρο της εργασίας επιβάλλοντας στον εργοδότη να λάβει μέτρα για την εύλογη διαρρύθμιση του χώρου εργασίας τους υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν θα συνεπάγονται δυσανάλογη επιβάρυνση. Η Οδηγία που έχει ενσωματωθεί σε όλα τα κράτη εώς το 2014 αναμένει να δει τα αποτελέσματα εφαρμογής της από τα εσωτερικά δικαστήρια και σε περίπτωση ανάγκης μέσω προδικαστικού ερωτήματος Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Το άρθρο 6 της Συνθήκης για την ΕΕ (ΣΕΕ) , όπως αναθεωρήθηκε στη Λισσαβόνα[87], κάνει ειδική μνεία στα δικαιώματα του ανθρώπου και τις θεμελιώδεις ελευθερίες όπως κατοχυρώνονται στην ΕυρΣΔΑ,το άρθρο 10 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) αναφέρεται στην αρχή της μη διάκρισης και τονίζει την ανάγκη παροχής ίσων ευκαιριών και στα ΑμεΑ, ενώ ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών της Ένωσης [ΧΘΔΕΕ] προστατεύει ειδικά τα ΑμεΑ από διακρίσεις και δεσμεύεται να τους παράσχει όλες τις διευκολύνσεις που θα τους εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία τους την κοινωνική και επαγγελματική ενσωμάτωση[88] και κατοχυρώνει την ανάγκη συμμετοχής τους στον κοινοτικό βίο[89]. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διατάξεις του ΧΘΔΕΕ απευθύνονται σε όλα τα όργανα της ΕΕ σε συνδυασμό με την αρχή της επικουρικότητας, αλλά και στα κράτη μέλη μόνο όταν εφαρμόζουν το Δίκαιο της ΕΕ. Όταν οι διατάξεις του Χάρτη δεν τυγχάνουν εφαρμογής η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου βασίζεται στα Συντάγματα και στις διεθνείς πράξεις που επικυρώνουν.
Η ΕΕ καταγράφηκε στην ιστορία ως ο πρώτος διεθνής οργανισμός που κύρωσε τη Σύμβαση ΑμεΑ[90], λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι 1 στους 6 ευρωπαίους είναι άτομο με αναπηρία, συνολικά 80 εκατομμύρια πολίτες της Ένωσης, την κύρωσε και ζήτησε από τα κράτη μέλη να την κυρώσουν. Μέχρι σήμερα 25 από τα 28 κράτη μέλη[91] , ανάμεσα στα οποία και η Ελλάδα, δεσμεύονται από αυτή.[92]
Μετά τη στρατηγική 2004-2010 που έδρασε κυρίως πιλοτικά και έφερε στην επιφάνεια τις θεμελιώδεις αδυναμίες τόσο της ενωσιακής όσο και των εθνικών εννόμων τάξεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πήρε την απόφαση να αναβαθμίσει το στρατηγικό σχέδιο καταβάλλοντας ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια προς την επίτευξη των σκοπών του. Διεύρυνε λοιπόν τον χρονικό ορίζοντα και ανανέωσε τις δεσμεύσεις για μια Ευρώπη χωρίς εμπόδια με Ανακοίνωση της το 2010[93].
Έτσι η Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Αναπηρία ανανεώθηκε για την περίοδο 2010-2020[94]. Η στρατηγική επικεντρώνεται στην εξάλειψη των εμποδίων αναγνωρίζοντας ότι η οικονομική ύφεση επιδείνωσε την κατάσταση των ΑμεΑ καθιστώντας ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη ανάληψης δράσης. Η Επιτροπή αφουγκράστηκε και την κοινή γνώμη καθώς παραθέτει, στην εισαγωγή της Στρατηγικής, έρευνα του Ευρωβαρόμετρου το 2006 στην οποία το 91% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι πρέπει να δαπανώνται περισσότερα χρήματα για την εξάλειψη των φυσικών εμποδίων για τα ΑμεΑ. Επικαλούμενη τον ΧΘΔΕΕ, τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης[95] και τη Σύμβαση ΑμεΑ δηλώνει ότι θα συνεργαστεί στενά με τα κράτη μέλη για να εξαλείψει φραγμούς και εμπόδια και να αντιμετωπίσει μαζί με τα κράτη μέλη τη διαφορετικότητα όλων των πολιτών της. Επικεντρώνεται σε οκτώ βασικούς τομείς δράσης που είναι συμμετοχή, ισότητα, απασχόληση, εκπαίδευση, κατάρτιση , κοινωνική προστασία και υγεία, εξωτερική δράση και προσβασιμότητα. Θα εστιάσουμε στην τελευταία. Σύμφωνα με τη στρατηγική ‘’προσβασιμότητα σημαίνει ότι τα άτομα με αναπηρία έχουν πρόσβαση, σε ισότιμη βάση με τους άλλους, στο φυσικό περιβάλλον, στα μέσα μεταφοράς, στις τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών και σε άλλες υποδομές και υπηρεσίες’’.[96] Αποφάσισε λοιπόν να επικεντρωθεί στις παρακάτω δράσεις:
-Ειδικότερα, η ΕΕ θα διασφαλίσει την προσβασιμότητα σε αγαθά, σε υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων υπηρεσιών και σε υποστηρικτικά μέσα για τα άτομα με αναπηρία.
-θα πετύχει την πλήρη συμμετοχή τους στην κοινωνία με τη δημιουργία των προϋποθέσεων που τους επιτρέπουν να επωφελούνται πλήρως από την ιδιότητα του πολίτη της ΕΕ
-θα εξαλείψει τα διοικητικά εμπόδια
-θα παράσχει υπηρεσίες ποιότητας και θα εξαλείψει τις διακρίσεις λόγω αναπηρίας.
-θα εξετάσει ύστερα από διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, την σκοπιμότητα πρότασης μιας ‘’ευρωπαϊκής πράξης για την προσβασιμότητα’’ εώς το 2012.[97]
Η Ευρωπαϊκή πράξη για την προσβασιμότητα σε αγαθά και υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά προτάθηκε εν τέλει μετά τις διαβουλεύσεις όπως προέβλεπε η Στρατηγική, αλλά απέτυχε να εισέλθει στη σφαίρα της νομικής δεσμευτικότητας, παρόλα αυτά η υιοθέτηση της υπήρξε διαφωτιστική σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στην Ενιαία Αγορά. Με βάση την αναφορά βλέπουμε ότι τα ΑμεΑ συνήθως δεν συνυπολογίζονται από τις επιχειρήσεις ως πιθανοί καταναλωτές με αποτέλεσμα να μην επωφελούνται όσο οι υπόλοιποι πολίτες της Ένωσης από τις ευκαιρίες της ενιαίας αγοράς, με αποτέλεσμα να υπάρχει έλλειψη ανταγωνισμού στα προϊόντα που πληρούν κριτήρια προσβασιμότητας και επομένως υψηλό κόστος. Η έλλειψη επιπλέον κοινών κριτηρίων και χαρακτηριστικών προσβασιμότητας αδρανοποιεί την δυνατότητα των επιχειρήσεων να εξάγουν τα προϊόντα τους σε αγορές πέραν της εθνικής.
Κυρίως όμως η ΕΕ θα προσπαθήσει να εφαρμόσει τη διάταξη της Σύμβασης ΑμεΑ για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης[98] και αυτό σημαίνει ενημέρωση και εκπαίδευση.
Στις 5 Ιουνίου 2014 η ΕΕ δημοσίευσε την έκθεση που υπέβαλλε στην Επιτροπή της Σύμβασης ΑμεΑ για την πρόοδο εφαρμογής της Σύμβασης[99] από τα κράτη μέλη μένοντας στην ιστορία ως ο πρώτος Διεθνής Οργανισμός που υποβάλλει έκθεση σε Επιτροπή Διεθνούς Σύμβασης , όπως υποχρεούται.[100]
Η ΕΕ ακολουθώντας τις δεσμεύσεις της, δημιούργησε το 2010 μια Ομάδα Εργασίας για την παρακολούθηση της εφαρμογής της Σύμβασης ΑμεΑ.[101] Η Ομάδα Εργασίας εργάστηκε για δύο χρόνια αδιάκοπα ώστε να μπορέσει να παρακολουθήσει την πρόοδο των κρατών μελών σε ετήσια βάση. [102]
Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρά την πρωτοποριακή της πρωτοβουλία να κυρώσει τη Σύμβαση ΑμεΑ σε άλλες περιπτώσεις για ζητήματα αναπηρίας έχει επιδείξει ανεπίτρεπτη κωλυσιεργία, όπως για παράδειγμα η πρόταση Οδηγίας για την ίση μεταχείριση, μια πρόταση που αναμένει από το 2008 την υιοθέτηση της. Η Οδηγία για την ίση μεταχείριση όπως ονομάστηκε, επικεντρώνει το κανονιστικό της περιεχόμενο στην καταπολέμηση των διακρίσεων που βασίζονται στη θρησκευτική πίστη ή πεποίθηση, στην αναπηρία, στον σεξουαλικό προσανατολισμό και τέλος στην ηλικία. Θεωρείται ότι γεφυρώνει και ενοποιεί την κατακερματισμένη αντίληψη που έχει η ΕΕ μέχρι στιγμής για τις διακρίσεις, η οποία αντικατοπτρίζονταν και στο παράγωγο δίκαιο που δεν είχε επιδείξει ανάλογο τόλμη μέχρι σήμερα. Η Οδηγία περιελάμβανε λεπτομερή ορισμό της άμεσης και έμμεσης διάκρισης αλλά και μέτρα που ενδυνάμωναν το πλαίσιο προστασίας που είχαν ήδη οικοδομήσει οι προκάτοχοι 2000/43/EC και 2004/113/EC και αφορούσαν την έννομη προστασία ατόμων που υπήρξαν αντικείμενα διάκρισης καθώς και ευεργετικές διατάξεις περί αναστροφής του βάρους απόδειξης προς όφελος τους. Το άρθρο 4 της Οδηγίας υποχρέωνε τα κράτη να λαμβάνουν όλα εκείνα τα θετικά μέτρα που θα ήταν απαραίτητα ώστε να εξασφαλίσουν στα ΑμεΑ την απαραίτητη πρόσβαση στις κοινωνικοοικονομικές δομές χωρίς όμως να επιβάλλουν στα άτομα αυτά δυσβάσταχτο βάρος. Παρόλα αυτά η πρόταση δεν προχώρησε.
Σε προγενέστερο όμως στάδιο και ειδικά για την προσβασιμότητα η ΕΕ υιοθέτησε μια σειρά από νομοθετικές πράξεις, θεωρώντας την προσβασιμότητα ως προϋπόθεση για την συμμετοχή των ΑμεΑ στην κοινωνία και οικονομία[103] και ως γενική προτεραιότητα για την ανάπτυξη της διεθνούς κατανόησης και προστασίας των ΑμεΑ. Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στην πρόσβαση των ΑμεΑ στις επικοινωνίες, στο ηλεκτρονικό εμπόριο(e-commerce), στην ηλεκτρονική υπογραφή(e-signature)[104], ενώ παρέχεται στα κράτη το δικαίωμα να χρησιμοποιούν ελεύθερα τις υπηρεσίες τους για τυφλούς και άτομα με περιορισμένη όραση.[105] Τέλος τα ευρωνομίσματα πρέπει να σχεδιαστούν έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες των ατόμων με προβλήματα όρασης.[106]
2.3. Η προστασία των ΑμεΑ στον χώρο της Αμερικής, Αφρικής, Ασίας και του Αραβικού κόσμου
Η αρχή της προσβασιμότητας κατιοχυρώνεται και σε άλλες διεθνείς πράξεις περιφερειακών οργανισμών.
2.3.1 Αμερική
Ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (ΟΑΚ) πέραν από την Αμερικανική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΑΣΔΑ) που κατοχυρώνει κατ’ αρχήν την απαγόρευση διάκρισης, δεν προβαίνει σε ειδική αναφορά για την προστασία των ΑμεΑ. Αναφορά γίνεται στο Πρόσθετο Πρωτόκολλο[107] της ανωτέρω Σύμβασης που καλύπτει τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά δικαιώματα, όπου αναφέρεται ότι τα ΑμεΑ δικαιούνται ειδικής προστασίας και βοήθειας με σκοπό να αναπτύξουν κατά το δυνατόν την προσωπικότητα τους.
Έτσι τα κράτη δεσμεύονται να υιοθετήσουν προγράμματα και να δημιουργήσουν θεσμούς για τη βοήθεια των ΑμεΑ, ενώ μέσω ειδικών μαθημάτων θα εκπαιδεύσουν τα μέλη της οικογένειας ΑμεΑ. Το 1999 τα κράτη μέλη του ΟΑΚ υιοθέτησαν ειδική Σύμβαση για την εξάλειψη των διακρίσεων των ΑμεΑ[108] προβλέποντας και μηχανισμό εφαρμογής, την Επιτροπή για την εξάλειψη των διακρίσεων των ΑμεΑ, η οποία εξετάζει εκθέσεις που υποβάλλουν τα κράτη μέλη. Πέραν αυτών αξίζει να μνημονευτεί η Διακήρυξη του Καράκας του Παναμερικανικού Οργανισμού Υγείας[109] κι η Διακήρυξη της Μανάγκουα[110], που υιοθετήθηκαν το 1993.
2.3.2. Αφρική
Στην Αφρικανική Ήπειρο, ο Χάρτης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών, που υιοθετήθηκε από τον Οργανισμό Αφρικανικής Ένωσης (ΟΑΕ)[111], προβλέπει στο άρθρο 18§4 ότι τα ΑμεΑ ‘’έχουν δικαιώματα για ειδικά μέτρα προστασίας σύμφωνα με τις σωματικές και πνευματικές τους ανάγκες’’ ενώ το άρθρο 16§1 παρέχει σε όλα τα ΑμεΑ το δικαίωμα στην απόλαυση σωματικής και ψυχικής υγείας.
Σε ειδική μνεία για το παιδί ΑμεΑ προβαίνει ο Αφρικανικός Χάρτης για τα δικαιώματα και την ευημερία του παιδιού[112], όπου μεταξύ άλλων, τονίζει και την ανάγκη των παιδιών στην προσβασιμότητα σε όλα τα δημόσια κτήρια και χώρους, στην εκπαίδευση , προετοιμασία στην επαγγελματική ζωή κ.α.
Το 2002 ο ΟΑΕ οργάνωσε Παναφρικανική Διάσκεψη για τη δεκαετία των ΑμεΑ με σκοπό να μελετήσουν το Σχέδιο Δράσης της δεκαετίας και να υιοθετήσουν κατάλληλα μέτρα. Η δεκαετία 2000-2009, πρωτοβουλία μιας ομάδας ΜΚΟ που πέτυχε τη σύμπραξη του τότε Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας, αφιερώθηκε στους στόχους προαγωγής της αφύπνισης και πρόσβασης των ΑμεΑ σε ίση βάση με τους λοιπούς πολίτες της Αφρικής. Το εγχείρημα αποδείχθηκε επιτυχημένο καθώς δημιούργησε γέφυρες μεταξύ της κοινωνίας των πολιτών, κυβερνήσεων και του περιφερειακού οργανισμού οπότε και ανανεώθηκε για μια ακόμη δεκαετία από το 2009-2019. Επιπλέον βρήκε στήριξη και από το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ που θέλησε να προωθήσει και να ενισχύσει οικονομικά την προσπάθεια.
2.3.3 Ασία και Αραβικός κόσμος
Στην Ασιατική ήπειρο η κινητικότητα περιορίζεται σε ομάδες εργασίας[113], σε σεμινάρια[114], εκθέσεις εμπειρογνωμόνων[115] για την ανταλλαγή απόψεων για τα ΑμεΑ και τη δημιουργία ευκαιριών για την κοινωνική τους ένταξη. Η έλλειψη πρωτοβουλιών είναι χαρακτηριστικό του Ασιατικού χώρου, οποίος δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς, ότι νομοθετικά τουλάχιστον και ειδικότερα στον τομέα της περιφερειακής συνεργασίας προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου υστερεί.[116]
Παρόμοιες προσπάθειες σημειώνονται και στον Αραβικό κόσμο.[117] O Αραβικός Χάρτης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[118] προβαίνει σε ειδική μνεία για την προστασία των Αμεα τονίζοντας ότι τα άτομα με νοητική και φυσική αναπηρία δικαιούνται αξιοπρεπούς ζωής και συμμετοχής στην κοινωνία[119] αλλά μεταξύ άλλων και στην πρόσβαση σε όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες.[120]
Β. Νομολογία διεθνών θεσμών, Επιτροπών και Δικαστηρίων με έμφαση στην προσβασιμότητα.
- Η πρόσφατη νομολογία της Επιτροπής ΑμεΑ
Η Επιτροπή ΑμεΑ , παρόλο το σύντομο χρονικό διάστημα ισχύος της Σύμβασης και του Πρωτοκόλλου , δραστηριοποιήθηκε άμεσα, καταγράφοντας στη νομολογία της ήδη πέντε υποθέσεις.
Η πρώτη, Zsolt Bujdoso και πέντε άλλοι κατά Ουγγαρίας[121], αναφερόταν στην παραβίαση των άρθρων 12 και 29 της Σύμβασης που αφορούν την ισότητα ενώπιον του νόμου και την ισότιμη συμμετοχή στη δημόσια ζωή της χώρας μεταξύ άλλων και στις εκλογές.
Η Ουγγαρία με εσωτερικό νόμο απαγόρευε στους προσφεύγοντες να ψηφίσουν στις εκλογές λόγω της αναπηρίας τους. Συγκεκριμένα οι προσφεύγοντες, άτομα με πνευματική στέρηση, είχαν τεθεί σε καθεστώς μερικής στερητικής συμπαράστασης και σύμφωνα με το Ουγγρικό Συντάγμα αποκλείονταν από το δικαίωμα ψήφου και στη συνέχεια διαγράφονταν από τους εκλογικούς καταλόγους. Το Ουγγρικό κράτος κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής ισχυρίστηκε ότι ο περιορισμός τίθεται για να προστατευτεί η ακεραιότητα του πολιτικού συστήματος και η νόθευση αυτού με ψήφους προερχόμενους από άτομα που δεν μπορούν να σχηματίσουν έγκυρη πολιτική συνείδηση και βούληση. Η Επιτροπή αφού άκουσε τις αιτιάσεις των δύο πλευρών έκρινε αρχικά ότι το Ουγγρικό κράτος, αλλά και κάθε κράτος μέρος, έχει σύμφωνα με τη Σύμβαση υποχρέωση να εξασφαλίζει με θετικά μέτρα τη συμμετοχή των πολιτών που βρίσκονται υπό επιτήρηση ή κηδεμονία στην πολιτική ζωή με ίσους και δίκαιους όρους και όχι να τους στερεί χωρίς λόγο το δικαίωμα ψήφου, παρότρυνση που είχε ήδη απευθύνει προς την Τυνησία[122], την Ισπανία[123] αλλά και πρόσφατα το Ηνωμένο Βασίλειο[124] κατά την εξέταση των αντιστοίχων εκθέσεων τους. Η Επιτροπή έκρινε παραβίαση των άρθρων 12 και 29 και αφού αιτιολόγησε πλήρως το δυσανάλογο και παράνομο της απαγόρευσης, συνέστησε στο κράτος να αναθεωρήσει όσες διατάξεις έρχονται σε αντίθεση με τη Σύμβαση, να καταθέσει εντός 6 μηνών αναφορά για την πρόοδο σχετικά με την εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας και επιδίκασε στους προσφεύγοντες δίκαιη αποζημίωση για ηθική βλάβη λόγω της στέρησης του δικαιώματος τους να συμμετάσχουν στις εκλογές του 2010.
Παρατήρησε επίσης ότι το Ουγγρικό Σύνταγμα δεν είναι το μοναδικό που αποκλείει τους δικαστικά συμπαραστατούμενος από το δικαίωμα ψήφου, περιορισμός δυσβάσταχτος όχι μόνο για το περιεχόμενο του αλλά και για τη φύση του, καθώς ως συνταγματικής περιωπής δεν αφήνει περιθώρια για άσκηση ικανοποιητικής προσφυγής για την άρση του μέτρου. Παρατηρείται επίσης ότι μόνον 7 από τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ δεν υποβάλλουν το κατά τα άλλα καθολικό αυτό δικαίωμα σε περιορισμό βάση της αναπηρίας, γεγονός που αποτελεί ευθεία διάκριση και παραβίαση των όσων περιέχει η Σύμβαση. [125]
Η δεύτερη υπόθεση κατά της Ουγγαρίας[126] αφορούσε διακρίνουσα μεταχείριση σε τυφλούς, οι οποίοι δεν μπορούν να χρησιμοποιούν τα ATM στη χώρα τους, σε ίση πρόσβαση με τους λοιπούς πολίτες. H Επιτροπή έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση σειράς άρθρων όπως το άρθρο 5§ 2, 3 που προβλέπει την απαγόρευση των διακρίσεων και το άρθρο 12§ 5 που κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του νόμου. Οι προσφεύγοντες άτομα με σημαντικά προβλήματα στην όραση παραπονέθηκαν στην Επιτροπή ότι υφίσταντο διάκριση από το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα μηχανήματα αυτόματης ανάληψης χρημάτων. ενώ υποχρεούνταν παράλληλα από τη σύμβαση τραπεζικών υπηρεσιών να καταβάλλουν ίσο ποσό με όλους τους υπόλοιπους πελάτες της τράπεζας απολαμβάνοντας λιγότερες υπηρεσίες. Οι προσφεύγοντες επανειλημμένα είχαν υποβάλει αίτημα να χρησιμοποιείται το σύστημα Braille στα πλήκτρα των ATM, κάτι που απορρίφθηκε από την Τράπεζα και έτσι η διαφωνία κατέληξε σε μια πολυετή δικαστική διαμάχη. Η Τράπεζα διατείνονταν ότι η αντικατάσταση των ATM θα ήταν ένα δυσβάσταχτο μέτρο το οποίο δεν μπορούσε να αντέξει οικονομικά. Αν και το Πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε τους προσφεύγοντες η Τράπεζα άσκησε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι μέσα από την ιδιωτική σύμβαση παροχής τραπεζικών υπηρεσιών οι προσφεύγοντες αποδέχθηκαν τη μειονεκτική τους αυτή κατάσταση, ισχυρισμό που τελικά δέχθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο και ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Στη συνέχεια οι προσφεύγοντες άσκησαν ατομική αναφορά ενώπιον της Επιτροπής ΑμεΑ. Η Ουγγαρία όταν κλήθηκε να λογοδοτήσει και διαισθανόμενη προφανώς το ατόπημα στο οποίο έχει περιπέσει, παραιτήθηκε από το δικαίωμα της να αμφισβητήσει το παραδεκτό της αναφοράς και να προβάλει αντεπιχειρήματα, και πρότεινε συμβιβασμό για την προσαρμογή των τραπεζών σε συστήματα που θα εξασφαλίζουν την προσβασιμότητα των τυφλών, αλλά εν ευθέτω χρόνω και σταδιακά για να μην επιβαρυνθούν οι Τράπεζες υπερβολικά, λύση που τελικά δέχθηκε και η Επιτροπή. Ωστόσο, η Επιτροπή πρότεινε την υιοθέτηση ελάχιστων κανόνων προσβασιμότητας στις τραπεζικές υπηρεσίες από ιδιωτικά χρηματοδοτικά ιδρύματα καθώς και ενός νομοθετικού πλαισίου που θα εξασφαλίζει την πλήρη προσβασιμότητα των ΑμεΑ.[127]
Στην υπόθεση Kenneth McAlpine[128] κατά Ηνωμένου Βασιλείου ο διαβητικός προσφεύγων απολύθηκε to 2006, διότι η εταιρία στην οποία εργαζόταν κατήργησε το τμήμα στο οποίο ήταν υπεύθυνος αν και διατήρησε τους άλλους εργαζομένους. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα η εταιρία υποστήριξε ότι ο διαβήτης σε συνδυασμό με την αυξημένη αρτηριακή πίεση του προσφεύγοντα θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε μεγάλα διαστήματα απουσίας από την εργασία και για τον λόγο αυτόν έπρεπε να απολυθεί. Η ατομική αυτή αναφορά δεν έγινε παραδεκτή από την Επιτροπή ratione temporis, διότι κατά τον χρόνο της παραβίασης το Πρόσθετο Πρωτόκολλο δεν είχε ακόμη τεθεί σε ισχύ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Στην υπόθεση H.M κατά Σουηδίας[129], η προσφεύγουσα έπασχε από χρόνια διαταραχή των συνδετικών ιστών (EDS σύνδρομο) που είχε ως συνέπεια την υπερευαισθησία των οστών και των αγγείων της οπότε δεν μπορούσε να μετακινηθεί καθόλου, ούτε να ξαπλώσει αλλά ούτε να σηκωθεί λόγω της πιθανότητας τραυματισμού. Οι γιατροί της συνέστησαν αποκαταστατικές υδροθεραπείες και έτσι η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση στην αρμόδια αρχή για να της επιτρέψουν να κατασκευάσει δεξαμενή νερού στο πίσω μέρος του σπιτιού της, αίτηση που τελικά απορρίφθηκε διότι το πολεοδομικό αναπτυξιακό σχέδιο της περιοχής δεν το επέτρεπε. Η Επιτροπή έκρινε ότι το σχέδιο αυτό δεν επιβάλει περιορισμό, αντιθέτως ισχύει ανεξαιρέτως για όλους, ασχέτως αν είναι άτομα με αναπηρία ή όχι. Παρόλα αυτά ζήτησε από την αρμόδια αρχή να επανεξετάσει και να προτείνει άλλα μέτρα που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την πρόσβαση της προσφεύγουσας την απαιτούμενη θεραπεία. Η Σουηδία[130] τόνισε ότι το Σουηδικό Σύνταγμα εμποδίζει την κυβέρνηση να επηρεάζει αποφάσεις αλλαγής πολεοδομικού σχεδιασμού για ατομικές περιπτώσεις και αναφέρθηκε στις σχετικές διατάξεις. Από την πλευρά της η Επιτροπή επικαλέστηκε το άρθρο 27 της Σύμβασης για το δίκαιο των συνθηκών[131] που ρητά αναφέρει ότι το κράτος μέρος δεν μπορεί να επικαλεστεί διατάξεις του εσωτερικού δικαίου για να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή μιας διεθνούς σύμβασης. Υπενθύμισε επίσης ότι η νομοθεσία πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα έτσι ώστε τα δικαιώματα των ΑμεΑ να προστατεύονται με τον ίδιο τρόπο που προστατεύονται και τα δικαιώματα των υπολοίπων ατόμων που διαμένουν σε ένα κράτος. [132]
Η Επιτροπή ζήτησε πρόσθετη πληροφόρηση για: α. τα μέτρα που έλαβε η Σουηδία για την εφαρμογή της Σύστασης της, β. τη δυνατότητα να δοθεί κατ’εξαίρεση άδεια στην H.M. από την αρμόδια αρχή και γ. να δημοσιευθεί η γνώμη της Επιτροπή στο διαδίκτυο στη Σουηδική γλώσσα. Αγνοώντας τη γνώμη της Επιτροπής ,η κυβέρνηση της Σουηδίας δήλωσε ότι δεν υποχρεούται σύμφωνα με τις διεθνείς της υποχρεώσεις να αποζημιώσει την προσφεύγουσα για τα έξοδα ης αναφοράς που υπέβαλλε εναντίον της. Ο διάλογος συνεχίζεται με την Επιτροπή να εκφράζει την απογοήτευση της.
Στην υπόθεση Liliane Groninger κατά Γερμανίας[133] η προσφεύγουσα, γαλλίδα υπήκοος κατέθεσε την αναφορά εκ μέρους του ανάπηρου υιού της, του συζύγου της και της ίδιας για παραβίαση των άρθρων 3,4,8 και 27 της Σύμβασης ΑμεΑ. Ειδικότερα αναφέρθηκε στο γεγονός ότι παρόλο που ο υιός της παρακολούθησε κανονική α’ βάθμια και β’ βάθμια εκπαίδευση, αντιμετώπισε πρόβλημα πρόσβασης στην επαγγελματική εκπαίδευση, στερούμενος της προβλεπόμενης βοήθειας από το Γραφείο Απασχόλησης, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί από την αγορά εργασίας. Η Επιτροπή εξέτασε την υπόθεση στη βάση της διακρίνουσας μεταχείρισης που υπέστη ο υιός της κας Groninger στην πρόσβαση εργασίας καθώς και στη διαδικασία που προηγείται της πρόσληψης, ιδιαίτερα δύσκολη για τα ΑμεΑ. Τόνισε ότι η διαδικασία αυτή δεν βοηθάει αποτελεσματικά την απασχόληση των ΑμεΑ, ενώ οι σχετικές ρυθμίσεις απευθύνονται κυρίως σε άτομα που προσωρινώς απώλεσαν την πλήρη εργασιακή τους ικανότητα, δηλαδή αντιμετωπίζουν προσωρινή αναπηρία που δύναται να αποκατασταθεί εντός 36 μηνών. Η Γερμανία αρχικά προσπάθησε να ανατρέψει το παραδεκτό της αναφοράς, προβάλλοντας δυνατότητες έννομης προστασίας που μπορούσε η κα Groninger και ο γιος της να χρησιμοποιήσουν. Εν συνεχεία κατέθεσε κατά την ακροαματική διαδικασία πλήρη κατάλογο των μέτρων κοινωνικής πολιτικής που έχει λάβει για την εξασφάλιση της συμπερίληψης και της πρόσβασης των ΑμεΑ στον εργασιακό τομέα. Παρόλα αυτά το γεγονός ότι δεν έκανε μνεία για το ποια από αυτά τα μέτρα είναι εφαρμοστέα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν επέτρεψαν την Επιτροπή να τα συνεκτιμήσει. Επιπλέον το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές, εν προκειμένω το Γραφείο Απασχόλησης είχε παράσχει πληροφορίες για κενές θέσεις, ίδιες με αυτές που παρέχει σε όλους τους ανέργους θέτοντας έτσι σε μειονεκτική θέση τον γιό της υπογραμμίστηκε από την Επιτροπή ως λανθασμένη πρακτική. Η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό της Γερμανίας περι απαραδέκτου καθώς απέτυχε να αποδείξει το πώς τα μέσα που προέβλεπε θα οδηγούσαν σε πλήρη και αποτελεσματική προστασία του προσφεύγοντα και έκρινε την αναφορά παραδεκτή. Εξετάζοντας τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία παρέχονται στον ενδιαφερόμενο πληροφορίες σχετικά με κενές θέσεις διαπίστωσε ότι εκτός από χρονοβόρα είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική για ένα ΑμεΑ που δεν μπορεί να περάσει όλα τα στάδια της για να φτάσει τελικά στη σύναψη μια σύμβασης εργασίας και αν και φαίνεται ότι τελολογία του μέτρου να κινείται προς την ενθάρρυνση επιχειρήσεων να προσλαμβάνουν ΑμεΑ, τελικά τους αφήνει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την τελική επιλογή γεγονός που αναιρεί την όλη πρόνοια του μέτρου. Τέλος, η Επιτροπή παρατήρησε ότι τα όσα έπραξε το κράτος δεν κρίνονται ικανοποιητικά σε σχέση με τις υποχρεώσεις που φέρει από τη Σύμβαση ΑμεΑ και για τον λόγο αυτόν η αντιμετώπιση του προσφεύγοντα συνιστά παραβίαση των άρθρων 27 § 1 δ και ε, σε συνδυασμό με το 3 § α,β,γ και ε αλλά και το άρθρο 4 παρ. 1 α και 1β και το άρθρο 5 § 1 της Σύμβασης. Η Επιτροπή στο σκεπτικό της επέβαλε στο κράτος την αποκατάσταση του προσφεύγοντα με την επανεξέταση του αιτήματος του υπό την εθνική νομοθεσία, αλλά και την αποζημίωση του. Επιπρόσθετα τόνισε ότι θα πρέπει η Γερμανία να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αποτρέψει παρόμοιες διακρίσεις στο μέλλον προσαρμόζοντας ανάλογα τη νομοθεσία της, εξασφαλίζοντας έτσι ότι πιθανοί εργαζόμενοι μπορούν να επωφεληθούν εξατομικευμένα από τις κενές θέσεις εργασίας που είναι διαθέσιμες χωρίς διάκριση, ενώ κάλεσε τη Γερμανία να υποβάλει έκθεση εντός εξαμήνου για να διαπιστώσει όσα έχει πράξει προς αυτή την κατεύθυνση.
2.Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε ζητήματα ΑμεΑ
Οι προσφυγές ατόμων με αναπηρία ενώπιον του ΕΔΔΑ έδωσαν στο Δικαστήριο την ευκαιρία να ασχοληθεί με το ζήτημα της προστασίας των δικαιωμάτων των ΑμεΑ. Θα εστιάσουμε στις σημαντικότερες από αυτές. Στην υπόθεση Price κατά Ηνωμένου Βασιλείου[134] η κράτηση γυναίκας με σοβαρή αναπηρία για 3 νύχτες και 4 ημέρες σε φυλακή που στερείτο επαρκών μέσων διαβίωσης συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 και θεωρήθηκε απάνθρωπη μεταχείριση. Τα κράτη υποχρεούνται να προστατεύουν τη φυσική και πνευματική υγεία των κρατουμένων τόνισε το Δικαστήριο στην υπόθεση Keenan κατά Ηνωμένου Βασιλείου[135] όπου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 λόγω ανεπαρκούς φύλαξης πνευματικά ανάπηρου που αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Στη νομολογία του ΕΔΔΑ συχνά υπογραμμίστηκε η υποχρέωση των κρατών να παρέχουν προστασία στη φυσική και πνευματική υγεία των κρατουμένων.[136] Σε μια άλλη πολύκροτη υπόθεση η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΕΔΔΑ[137] έκρινε ότι κωφός με καταγωγή από την Αλγερία, γεννημένος και μεγαλωμένος στη Γαλλία, δεν μπορεί να απελαθεί στην Αλγερία, λόγω της περαιτέρω απομόνωσης που θα υποστεί σε ένα τελείως ξένο περιβάλλον. Η Γαλλία με την πράξη της αυτή παραβίαζε τα άρθρα 3 και 8 της ΕυρΣΔΑ. Στην υπόθεση S.C κατά Ηνωμένου Βασιλείου[138] το ΕΔΔΑ έκρινε ότι νεαρά άτομα με πνευματική αναπηρία, ακόμη και αν είναι επίδοξοι ληστές, θα πρέπει να δικάζονται από ειδικά δικαστήρια και να λαμβάνεται υπόψη η αναπηρία τους. O S.C. μέχρι τα 11 του χρόνια είχε διαπράξει σειρά εγκλημάτων που συμπεριελάμβαναν κλοπή, ληστεία, διάρρηξη και εμπρησμό, ενώ μετά την σύλληψη του δόθηκε σε ανάδοχη οικογένεια για φροντίδα. Ψυχίατρος που τον εξέτασε διαπίστωσε ότι πάσχει από διαταραχή προσωπικότητας που είχε ως αποτέλεσμα την αντικοινωνική συμπεριφορά, ενώ διαπιστώθηκε ότι αντιμετώπιζε σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες, χαμηλό νοητικό επίπεδο και διαταραχές στην αντίληψη. (λείπει κείμενο σχετικά με την υπόθεση)
Στο πλαίσιο της οικογενειακής προστασίας, το νομοθετικό κενό που υπήρχε στο δίκαιο της Ολλανδίας που απαγόρευε την εκπροσώπηση στο Δικαστήριο ανήλικου πνευματικά ανάπηρου κοριτσιού 16 ετών που βιάστηκε, αποτελούσε παραβίαση του άρθρου 8 ΕυρΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ ζήτησε την άμεση τροποποίηση του Ολλανδικού Νόμου. [139]
Σε ζητήματα εκπαίδευσης, στην υπόθεση Graeme κατά Hνωμένου Βασιλείου [140] το Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση που το Υπουργείο Παιδείας προτείνει ειδικά σχολεία για παιδιά που είχαν ανάγκη ειδικής εκπαίδευσης – παρόλο που η γενική αρχή είναι ότι τα παιδιά με αναπηρία θα πρέπει έχουν πρόσβαση σε κανονικά σχολεία, κατά το δυνατόν – θα ακολουθείται η πολιτική του Υπουργείου.
Τα ΑμεΑ θα πρέπει να απολαμβάνουν την προστασία όλων των δικαιωμάτων τους χωρίς διάκρισης (αρ. 14), είτε άμεση , είτε έμμεση.[141] Το ζήτημα θα αποκτήσει εξαιρετική σημασία, όταν κυρωθεί από τη χώρα μας το Πρωτόκολλο Νο.12 που αναγνωρίζει την απαγόρευση διάκρισης σε αυτόνομο δικαίωμα.
Στην Botta κατά Ιταλίας[142], ο προσφεύγων ΑμεΑ, παραπονέθηκε μεταξύ άλλων ότι είχε δυσκολίες πρόσβασης στην παραλία και εως εκ τούτου αντιμετώπιζε δυσκολίες ανάπτυξης της κοινωνικής του ζωής κατά παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης. Το ΕΔΔΑ δέχτηκε κατ’ αρχήν ότι το κράτος έχει υποχρέωση να λάβει μέτρα για τα ΑμεΑ, αλλά τα μέτρα αυτά θα πρέπει να βρίσκονται σε άμεση σχέση με την ιδιωτική ζωή των προσφευγόντων. Ο σκοπός στην περίπτωση αυτή ήταν ευρύς και γενικός, ενώ το να ερμηνεύσει κανείς το άρθρο 8 με τέτοια ευρύτητα ελλοχεύει σοβαρούς κινδύνους παρανόησης σχετικά με την παρεχόμενη προστασία. Η επίκληση από τον προσφεύγοντα του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το 8 απερρίφθη επίσης με το αιτιολογικό της μη αυθύπαρκτης φύσης του πρώτου, οπότε και η απόρριψη παραβίασης του δευτέρου το συμπαρασύρει.
Στην υπόθεση Zehnalova και Zehnal κατά Τσεχίας,[143] η πρώτη σε αναπηρικό καροτσάκι, παραπονέθηκε ότι πολλά κτήρια στην πόλη της δεν της παρείχαν προσβασιμότητα. Οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν τη συνταγματικότητα των πολεοδομικών πράξεων της πόλης τους μέχρι και στο Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας εξαντλώντας έτσι τα ένδικα μέσα που είχαν στη διάθεση τους χωρίς αποτέλεσμα, αφού και το ανώτατο δικαστήριο απέρριψε το αίτημα τους ως μη νόμιμο. Εν τέλει το ζευγάρι προσέφυγε στο ΕΔΔΑ επικαλούμενο παραβίαση των άρθρων 8 για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, δικαίωμα που θεωρούσαν οι προσφεύγοντες ότι παραβιάζεται από την αδυναμία του κράτους να παρέμβει με θετικά μέτρα. Το Δικαστήριο απέρριψε την πρώτη νομική βάση, σε σχέση με το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε άμεσος σύνδεσμος. Επιπλέον διατύπωσε το σκεπτικό ότι το άρθρο 8 δεν πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνει μόνο υποχρέωση αποχής απευθυνόμενη προς το κράτος αλλά και υπό προϋποθέσεις μπορεί να γεννήσει απαιτήσεις για θετική παρέμβαση του κράτους, το οποίο όμως διαθέτει ένα μεγάλο περιθώριο εκτίμησης σχετικά με τα μέτρα που θα λάβει. Την ίδια τύχη είχαν και οι υπόλοιπες νομικές βάσεις που επικαλέστηκαν οι προσφεύγοντες σχετικά με τα άρθρα 12 και 13 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, το 1, 3, 6§1 και 14 της ΕυρΣΔΑ που απορρίφθηκαν ratione materiae. Στην υπόθεση Sentgens κατά Ολλανδίας[144], o Nikky Sentgens έπασχε από σύνδρομο Μυϊκής Δυστροφίας Duchenne (Duchenne Muscular Dystrophy), μια σπάνια εκφυλιστική νόσο που οδηγεί στη σταδιακή αποδιοργάνωση των μυών με αποτέλεσμα την απώλεια της ικανότητας να περπατά και σε μεταγενέστερο στάδιο αναπνευστική και καρδιακή ανεπάρκεια. Οι πάσχοντες από το σύνδρομο έχουν προσδόκιμο ζωής κατά μέσο όρο τα είκοσι χρόνια. Ο προσφεύγων, που βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο ήταν ανίκανος να κινηθεί ενώ βρισκόταν καθηλωμένος σε ειδικό μηχανικό αναπηρικό καροτσάκι που του επέτρεπε να έχει βασικές βιοτικές λειτουργίες αλλά πάντοτε υποβοηθούμενος από τρίτο πρόσωπο. Ο Νikky ζήτησε από το κράτος ένα ρομποτικό χέρι, ειδικής και προηγμένης τεχνολογίας που θα του επέτρεπε να αποκτήσει αυτονομία σε ένα βαθμό και έως εκ τούτου να μην εξαρτάται από τους άλλους στην ιδιωτική του ζωή. Οι αρμόδιες αρχές απέρριψαν την αίτηση του και τα εσωτερικά δικαιοδοτικά όργανα αρνήθηκαν το αίτημα του. Τελικά ο προσφεύγον ανέπτυξε μια επιχειρηματολογία που ερχόταν σε αντίθεση με τη θέαση του Δικαστηρίου και την μέχρι τώρα νομολογία του σχετικά με το άρθρο 8, θεμελιώνοντας την απαίτηση του κατά του κράτους και την υποχρέωση του τελευταίου αντίστοιχα για παρέμβαση στην κατάσταση απόλυτης εξάρτησης στην οποία βρισκόταν και ακολούθως αδυνατούσε να αναπτύξει οποιαδήποτε πρωτοβουλία οικεία βουλήσει. Το ΕΔΔΑ δεν θέλησε να απομακρυνθεί από την προγενέστερη νομολογία, πιθανόν φοβούμενο τη δημιουργία δεδικασμένου, και επανέλαβε ότι το άρθρο 8 καταρχάς γεννά υποχρέωση του κράτους να απέχει από οποιαδήποτε ανάμειξη στην ιδιωτική ζωή του ατόμου. Δευτερογενώς πιθανόν να γεννά και απαιτήσεις για θετικές πράξεις που αφορούν την εξασφάλιση των απαραίτητων προϋποθέσεων για την ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος, αλλά συνέχισε λέγοντας ότι ακόμα και αν γίνει δεκτό ότι ειδικός δεσμός υφίσταται εν προκειμένω για τη γένεση τέτοιων υποχρεώσεων, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι το κράτος απολαμβάνει ευρύ περιθώριο εκτίμησης σχετικά με τα λαμβανόμενα μέτρα.
Άλλη μια ενδιαφέρουσα υπόθεση που απασχόλησε πρόσφατα το Δικαστήριο είναι η Semikhvostov κατά Ρωσίας[145] ( 6/2/2014). Η υπόθεση είναι διαφωτιστική για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές της Ρωσίας. Ο Semikhvostov καταδικάστηκε το 2001 για ανθρωποκτονία σε δεκατρία χρόνια κάθειρξη. Πριν τη φυλάκιση του είχε ήδη τυφλωθεί από το δεξί του μάτι, ενώ κατά την κράτηση του είχε ξυλοκοπηθεί άγρια από δεσμοφύλακες τραυματίζοντας την σπονδυλική του στήλη βαριά, γεγονός που του άφησε μερική παράλυση των κάτω άκρων οπότε και αναγκάστηκε να χρησιμοποιεί πατερίτσες για τη μετακίνηση του. Παρόλα αυτά η έλλειψη ιατρικής περίθαλψης και οι άθλιες συνθήκες κράτησης επιδείνωσαν δραματικά την κατάσταση του και οδήγησαν σε ολική παράλυση των κάτω άκρων. Μέχρι την αποφυλάκιση του το 2013 δεν είχε καμία βοήθεια ενώ δεν μπορούσε να μετακινηθεί στις εγκαταστάσεις και εναπόκειτο αποκλειστικά στη βοήθεια των συγκρατουμένων του που προσφέρονταν μόνο επί πληρωμή να τον εξυπηρετήσουν στις βασικές του ανάγκες, όπως υγιεινή ή διατροφή. Λόγω των άθλιων συνθηκών άρχισε να πάσχει από μολύνσεις και υποσιτισμό ενώ αναγκαζόταν να μοιράζεται έναν κοιτώνα εξήντα τετραγωνικών μέτρων με εκατό κρατούμενος εκ των οποίων αρκετοί έπασχαν από HIV και φυματίωση. Η Ρωσική κυβέρνηση προσπάθησε να ανατρέψει αρχικά την προσφυγή με τον ισχυρισμό της μη εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε στις κατηγορίες και αποπειράθηκε να εξωραΐσει την περιγραφή του Semikhvostov καταλήγοντας ευθαρσώς ότι ο προσφεύγων έχει την τάση να υπερβάλει!To ΕΔΔΑ με μια ιδιαίτερα αναλυτική αιτιολογία απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου, προδικάζοντας κατά κάποιο τρόπο την κρίση του, κρίνοντας ότι τα ένδικα βοηθήματα δεν πρέπει να παρέχονται μόνο θεωρητικά αλλά και πρακτικά και να οδηγούν σε αποτέλεσμα επί της ουσίας, εξασφαλίζοντας έτσι την προσβασιμότητα του ατόμου στην έννομη προστασία σύμφωνα με το άρθρο 13. Στη συνέχεια εξέτασε το άρθρο 3, επικαλούμενο παλαιότερες αποφάσεις του και κατέληξε ότι ο διαχωρισμός που ο προσφεύγων υπέστη ως ΑμεΑ τον στιγμάτισε, ενώ η έλλειψη προσβασιμότητας σε στοιχειώδεις υπηρεσίες υγιεινής και διατροφής θα μπορούσε να γεννήσει σοβαρά ζητήματα υπό το πρίσμα του άρθρου 3. Το ΕΔΔΑ ακολουθώντας αυτήν την πρωτοποριακή συλλογιστική διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3, καθώς ο Semikhvostov υπήρξε αντικείμενο απάνθρωπης μεταχείρισης ακριβώς λόγω έλλειψης προσβασιμότητας. Η Ρωσία ζήτησε την παραπομπή της υπόθεση στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, η εκδίκαση ενωπίον του οποίου εκκρεμεί. Η σημασία της υπόθεσης έγκειται στο γεγονός ότι το Δικαστήριο χρησιμοποίησε τη Σύμβαση ΑμεΑ ως ερμηνευτικό εργαλείο για να τεκμηριώσει το διατακτικό του, ανυψώνοντας έτσι τη σημασία της και ανοίγοντας τον δρόμο για ακόμη πιο προηγμένες αποφάσεις σχετικά με τα δικαιώματα των ΑμεΑ. [146]
Η ΕυρΣΔΑ απέδειξε μέσω της νομολογίας την ευαισθησία της στην προστασία των ΑμεΑ, παρόλη την έλλειψη ειδικής διάταξης που να αναφέρεται σ’ αυτούς, προσπαθώντας να συμβάλλει όσο μπορεί στην απόλαυση των δικαιωμάτων τους.
3.Η Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του ΣτΕ και η νομολογία της για τα ΑμεΑ
Η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Επιτροπή που προβλέπεται από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη διαθέτει σημαντική αν και περιορισμένη νομολογία στα ζητήματα προστασίας των δικαιωμάτων των ΑμεΑ. Στην υπόθεση Mental Disability Advocacy Center (MDAC) μιας διεθνούς ΜΚΟ που ασχολείται με τα δικαιώματα των ΑμεΑ κατά Βουλγαρίας[147], καταγγέλθηκε ότι τα παιδιά με μέτρια και βαριά αναπηρία που ζουν στα ‘’Σπίτια για παιδιά με Νοητική Αναπηρία’’ (Homes for Mentally Disabled Children) δεν λαμβάνουν καμιά εκπαίδευση, λόγω της αναπηρίας τους. Υποστήριξαν ότι η πρακτική αυτή παραβιάζει το άρθρο 17§2 του αναθεωρημένο Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που απαιτεί από τα κράτη να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα και αναγκαία μέτρα, ώστε να παρέχεται στα παιδιά και στους νέους δωρεάν πρόσβαση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ισχυρίστηκαν επιπλέον ότι η παραβίαση του δικαιώματος στην εκπαίδευση συνιστούσε διακρίνουσα μεταχείριση σε βάρος , των παιδιών κατά παραβίαση του άρθρου Ε του αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που ορίζει ότι η απόλαυση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει ο Χάρτης θα πρέπει να εξασφαλίζεται χωρίς διάκριση.
Στην υπόθεση European Action of Disabled (AEH) κατά Γαλλίας[148] η Επιτροπή κλήθηκε να εξετάσει το δικαίωμα των ΑμεΑ που έπασχαν από αυτισμό στην επαγγελματική εκπαίδευση. Η Επιτροπή εξέτασε και τον τρόπο που λειτουργούν τα ειδικά ιδρύματα που φροντίζουν παιδιά και νέους με αυτισμό και την εκπαιδευτική τους φύση, κι ομόφωνα κατέληξε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 15§1 και με πλειοψηφία ότι παραβιάστηκε και το άρθρο Ε σε συνδυασμό με το άρθρο 15§1 λόγω του ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα στις οικογένειες των παιδιών αυτών να επιλέξουν κάποιο ειδικό σχολείο που να τους παρέχει την εκπαίδευση που δικαιούνται.[149]
- Η θέση του Δικαστηρίου της ΕΕ στα ζητήματα των ΑμεΑ
Ζητήματα σχετικά με την αναπηρία εξετάστηκαν και από το Δικαστήριο της Ευρωπαικής Ενωσης[ΔΕΕ]. Σε μια πρώτη υπόθεση που αφορούσε την εφαρμογή της Οδηγίας για την ισότητα στην απασχόληση, η Chacon Navas [150] που εργαζόταν στην Eurest Colectividades SA., αρρώστησε και για ένα χρονικό διάστημα δεν κατάφερε να εργαστεί. Απολύθηκε και προσέφυγε κατά της απόφασης απόλυσης με το επιχείρημα ότι ήταν αντίθετη με τις διατάξεις της Οδηγίας. Το εθνικό δικαστήριο υπέβαλε το προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ κατά πόσον η ασθένεια εμπίπτει στην προστατευτική παραπομπή και καλύπτεται από την Οδηγία. Το ΔΕΕ όρισε την αναπηρία σε σχέση με την εφαρμογή της Οδηγίας ως :’’τον περιορισμό που απορρέει κυρίως από φυσική, πνευματική η ψυχολογική κατάσταση και εμποδίζει τη συμμετοχή των συγκεκριμένων ατόμων στην επαγγελματική ζωή’’. Υπογράμμισε ότι η αναπηρία είναι διαφορετική από την ασθένεια, καθότι διαρκεί περισσότερο χρονικό διάστημα και ότι η ασθένεια δεν καλύπτεται από την Οδηγία.[151] Στην Υπόθεση Coleman το ΔΕΕ επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι η Οδηγία απαγορεύει την άμεση διάκριση και κακοποίηση (harassment)’’ με βάση την αναπηρία’’ και έκρινε ότι προστατεύει επίσης άτομα που υπέστησαν άμεση διάκριση όχι με βάση τη δική τους αναπηρία αλλά με βάση την αναπηρία ατόμου με το οποίο σχετίζονται. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αναμορφώσουν την εσωτερική τους νομοθεσία, έτσι ώστε να παρέχουν προστασία σε όλα τα άτομα που υπέστησαν διακρίνουσα μεταχείριση στην εργασία τους ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι έχουν μέλος της οικογένειας ΑμεΑ. H Coleman ήταν γραμματέας και μητέρα ανάπηρου παιδιού στο Ην. Βασίλειο. Η συμπεριφορά των εργοδοτών της μετά τη γέννηση του παιδιού άλλαξε, η μεταχείριση προς το πρόσωπο της ήταν διακρίνουσα, σε σχέση με τη συμπεριφορά προς μητέρες με φυσιολογικά παιδιά, προσέφυγε στα δικαστήρια επικαλούμενη την εσωτερική νομοθεσία (Disability Discrimination Act 1995). [152] Το εσωτερικό δικαστήριο απηύθυνε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ.
Στην πρόσφατη υπόθεση Επιτροπής κατά Ιταλίας[153], αντικείμενο κρίσης υπήρξε η ευρωπαϊκή Οδηγία για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία.[154]Η Επιτροπή άσκησε προσφυγή λόγω παράβασης ενώπιον του ΔΕΕ, υποστηρίζοντας ότι η Οδηγία μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο από την Ιταλία, χωρίς να τηρηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρησης έναντι των αναπήρων και οι εγγυήσεις και οι προσαρμογές που προβλέπονται για τη μεταχείριση όλων των ΑμεΑ , όλους τους εργοδότες και όλες τις διάφορες πτυχές της σχέσης εργασίας. Περαιτέρω, η εφαρμογή της ιταλικής νομοθεσίας εξαρτάται από την έκδοση διοικητικών πράξεων από τις τοπικές αρχές ή από την σύναψη ειδικών συμβάσεων μεταξύ των τελευταίων αυτών και των εργοδοτών και δεν παρέχει συνεπώς στα ΑμεΑ δικαιώματα τα οποία θα μπορούσαν να προβληθούν ευθέως ενώπιον δικαστηρίων. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι το ΔΕΕ υιοθέτησε πλήρως την έννοια της αναπηρίας της Σύμβασης ΑμεΑ για να εξάγει δικανική κρίση, ενώ αξιοποίησε τα όσα ορίζει η Σύμβαση για τις ‘’εύλογες διευκολύνσεις’’, τις προσαρμογές δηλαδή που πρέπει να πραγματοποιούνται προκειμένου να μπορέσουν τα ΑμεΑ να απολαύσουν ή να ασκήσουν όλα τα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους σε ισότιμη βάση. Τα κράτη επομένως πρέπει να επιβλέπουν την υποχρέωση των εργοδοτών να λαμβάνουν αποτελεσματικά και πρακτικά μέτρα, που πρέπει να οδηγούν με τη λιγότερη επιβάρυνση στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Το ΔΕΕ εξέτασε τα μέτρα που υιοθέτησε η Ιταλία και έκρινε ότι ακόμη και ως σύνολο να ειδωθούν και να εκτιμηθούν δεν επιβάλλουν σε όλους τους εργοδότες την υποχρέωση να λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα και κατά συνέπεια η Ιταλία παρέβη τις υποχρεώσεις της.[155]
Στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Ring και Skouboe Werge,[156] αντικείμενο της δικαστικής κρίσης υπήρξε εκ νέου η Οδηγία για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Η Οδηγία είχε μεταφερθεί στο εργατικό δίκαιο της Δανίας, ενώ παράλληλα υπήρχε ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ο εργοδότης είχε δικαίωμα καταγγελίας με μειωμένη προθεσμία ενός μήνα εφόσον ο εργαζόμενος απουσίασε λόγω ασθενείας. Η συνδικαλιστική οργάνωση HK Danmark άσκησε δύο αγωγές αποζημίωσης στο όνομα των Ring και Skouboe Werge λόγω μειωμένης προθεσμίας προειδοποίησης. Δεδομένου ότι οι δύο εργαζόμενες ήταν ΑμεΑ θα μπορούσε η εταιρία να προτείνει μείωση του ωραρίου εργασίας τους. Επιπλέον η οργάνωση ισχυρίστηκε ότι η μειωμένη προθεσμία δεν μπορεί εν προκειμένω να τύχει εφαρμογής καθώς η απουσία τους οφείλεται στην αναπηρία. Το ΔΕΕ παρατηρεί ότι η Οδηγία δεν ορίζει την αναπηρία οπότε και προστρέχει στη Σύμβαση ΑμεΑ, για να διαπιστώσει ότι στην έννοια αυτή εμπίπτει παθολογική κατάσταση που προκαλείται από ασθένεια ιατρικώς διαγνωσθείσα ως ιάσιμη ή ανίατη εφόσον , αφενός, η ασθένεια αυτή έχει ως αποτέλεσμα μειονεκτικότητα, οφειλόμενη, ιδίως, σε πάθηση σωματική, διανοητική ή ψυχική η οποία σε συνδυασμό με διάφορους περιορισμούς μπορεί να παρακωλύσει την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του συγκεκριμένου ατόμου στον επαγγελματικό βίο σε ισότιμη βάση με τους υπόλοιπους εργαζόμενους. Το ΔΕΕ επομένως διαπίστωσε ότι η τήρηση της μειωμένης προθεσμίας εν προκειμένω εισάγει δυσμενή και άδικη διάκριση σε βάρος των ΑμεΑ που δεν βρίσκονται σε ανάλογη θέση με τους λοιπούς εργαζόμενους . Δεν πρόκειται για διάκριση που βασίζεται στην αναπηρία εφόσον εφαρμόζεται ανεξαιρέτως σε όλους τους εργαζόμενους παρόλα αυτά πρέπει να συνεκτιμηθεί το ενδεχόμενο να φέρει σε μειονεκτική θέση τους εργαζομένους ΑμεΑ η αδιάκριτη αυτή εφαρμογή, και άρα πρόκειται για έμμεση διάκριση στηριζόμενη στην αναπηρία.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το ΔΕΕ σε δύο προδικαστικά ερωτήματα που δέχθηκε το 2013 σχετικά με δικαιώματα ΑμεΑ χρησιμοποίησε ως ερμηνευτικό εργαλείο τη Σύμβαση ΑμεΑ, που μετά την κύρωση αποτελεί πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης.
5.Το Διαμερικανικό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η προστασία των ΑμεΑ
Σε μια πρόσφατη απόφαση του το Δια-αμερικανικό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΔΔΔΑ) μίλησε για διεθνή ευθύνη της Αργεντινής από πράξεις των δικαστικών αρχών από υπερβολική καθυστέρηση στην εκδίκαση αγωγής κατά του κράτους από την οποία εξαρτάτο η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη παιδιού με αναπηρία.[157] Το ΔΔΔΑ καταλόγισε ομόφωνα στην Αργεντινή παραβίαση βασικών δικαιωμάτων του Sebastian Furlan, όπως αυτά της ιδιοκτησίας, της δίκαιης δίκης και δικαστικής προστασίας και το δικαίωμα της αξιοπρέπειας. Ομοίως το ΔΔΔΑ αναγνώρισε παραβίαση του δικαιώματος της αξιοπρέπειας και των κοντινότερων συγγενών του Sebastian, του πατέρα της μητέρας, της αδερφής και του αδερφού του.
Το ΔΔΔΑ στο οποίο έφτασε η υπόθεση είπε ότι οι επικαλούμενες παραβιάσεις σχετίζονται με το γεγονός ότι ο Sebastian ως παιδί υπέστη ατύχημα και εν συνεχεία ενηλικιώθηκε έχοντας επίκτητη αναπηρία. Αυτά τα δύο στοιχεία δείχνουν ακριβώς τη μέθοδο εξέτασης, δηλαδή κατά πρώτον τη διεθνή πράξη για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών και τα διεθνή πρότυπα για την προστασία και την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των ΑμεΑ. Σε αυτή λοιπόν την κατεύθυνση η Δια-αμερικανική Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των μορφών Διακρίσεων κατά των Ατόμων με Αναπηρία ορίζει την αναπηρία ως ‘’σωματική, νοητική ή αισθητηριακή διαταραχή μόνιμη ή παροδική, που περιορίζει τη λειτουργική ικανότητα κάπου σε μία η περισσότερες ουσιώδεις δραστηριότητες και η οποία μπορεί να προκληθεί η να επιδεινωθεί από το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον’’. Από την πλευρά της, η Σύμβαση ΑμεΑ του ΟΗΕ ορίζει ότι στα άτομα με αναπηρία ‘’περιλαμβάνονται άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, νοητικές, πνευματικές ή αισθητηριακές βλάβες οι οποίες σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια δύνανται να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους.’’ Το ΔΔΔΑ από την συγκριτική προσέγγιση των δύο ορισμών παρατήρησε ότι τα συμβατικά κείμενα λαμβάνουν υπόψη το κοινωνικό μοντέλο της αναπηρία, που θεωρεί ότι η αναπηρία δεν ορίζεται αποκλειστικά από την ύπαρξη κάποια σωματικής, πνευματικής, ψυχικής ή αισθητηριακής διαταραχής, αλλά σχετίζεται και με τα εμπόδια και τους περιορισμούς που υπάρχουν κοινωνικά για τα άτομα αυτά, αποκλείοντας την πρόσβαση στην αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων τους. Τα εμπόδια αυτά έχουν ποικίλη φύση καθώς μπορεί να είναι κοινωνικοοικονομικά, αρχιτεκτονικά και επικοινωνιακά. Έτσι καταλήγει το ΔΔΔΑ κάθε πρόσωπο που βρίσκεται σε μια ευαίσθητη κατάσταση δικαιούται ειδική προστασία, που πρέπει να προέρχεται από το κράτος ως απόφυση της γενικότερης του υποχρέωσης να σέβεται και να εξασφαλίζει τα δικαιώματα του ανθρώπου. Το ΔΔΔΑ επιπλέον αναφέρει ότι δεν αρκεί το κράτος να απέχει από παραβιάσεις των δικαιωμάτων αλλά υποχρεούται να λαμβάνει θετικά μέτρα προς την αποτελεσματική διασφάλιση τους.
Το ενδιαφέρον της υπόθεσης έγκειται και στο γεγονός ότι το Δικαστήριο διαπίστωσε την παραβίαση του δικαιώματος της αξιοπρέπειας και των μελών της οικογενείας του Sebastian επειδή ακριβώς οι υπερβολικές καθυστερήσεις που οδήγησαν σε στρεψοδικία την υπόθεση τους κόστισαν τόσο σε χρόνο όσο και σε χρήμα, ενώ τα προβλήματα που αντιμετώπισαν προσπαθώντας να επιτύχουν την αποκατάσταση του Sebastian ήταν αμέτρητα. Έτσι κατέληξε στο να δεχθεί παραβίαση σειράς άρθρων και για τα 4 μέλη της οικογενείας του Sebastian.
Κλείνοντας την ενδιαφέρουσα αυτή απόφαση, το ΔΔΔΑ καταλήγει ότι το κράτος απέτυχε να εξασφαλίσει αποτελεσματικές εγγυήσεις για τη δικαίωση και την αποκατάσταση του ανηλίκου ΑμεΑ που οι ειδικές συνθήκες τον έθεταν σε αυτήν την εξαιρετικά ευάλωτη θέση. Επιπλέον η ανύπαρκτη ανάμειξη του Συνηγόρου του Παιδιού υπήρξε κατακριτέα ενώ δεν αναζητήθηκε καμία εναλλακτική λύση σχετικά με το πώς θα καταβληθεί τελικά η αποζημίωση με αποτέλεσμα να φτάσει μειωμένη κατά πολύ στο θύμα. Όλα αυτά ,κατέληξε, συνιστούν στοιχεία de facto διάκριση βάσει της αναπηρίας και έτσι καταδίκασε την Αργεντινή για παραβίαση του 5§1, 8§1, 21, 25§1 και 25§2γ και 1§1 της ΑΣΔΑ.
Συμπέρασμα
Η Σύμβαση ΑμεΑ προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στην προσβασιμότητα, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 9.Η σημασία αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι το πρώτο Γενικό Σχόλιο που υιοθέτησε η Επιτροπή αφορά την ερμηνεία του άρθρου αυτού,όπου η Επιτροπή τονίζει ότι η προσβασιμότητα αποτελεί την προϋπόθεση για να ζήσουν τα ΑμεΑ ανεξάρτητα και να συμμετάσχουν πλήρως και σε ίση βάση στην κοινωνία.[158] Με αφορμή την πρώτη ατομική αναφορά κατά Ουγγαρίας η Επιτροπή υπογράμμισε το δικαίωμα πρόσβασης των ΑμεΑ. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα : θεωρείται η προσβασιμότητα νέο δικαίωμα του ανθρώπου για τα Αμεα; Το ερώτημα είχε τεθεί κατά τη διαπραγμάτευση της Σύμβασης, στη συζήτηση για το άρθρο 9 , όπου διευκρινίστηκε ότι θα δεν θα πρέπει να θεωρηθεί το άρθρο αυτό ως πηγή νέων δικαιωμάτων. Μετά όμως από την παράθεση των διεθνών πράξεων και της νομολογίας που προηγήθηκαν διαπιστώνεται το αντίθετο
Η προσβασιμότητα είναι αδιαμφισβήτητα μια προϋπόθεση, αν όχι η μόνη προϋπόθεση για την ανεξαρτησία των ατόμων με αναπηρία, τη συμμετοχή τους στην κοινωνία αλλά και την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών σε όλους τους τομείς της ζωής τους. Ως δικαίωμα το συναντούμε σε μια σειρά από διεθνείς συμβάσεις που αν και δεν μιλούν για την προσβασιμότητα αυτή κάθε αυτή εμπεριέχουν ειδικότερες εκφάνσεις της, όπως το δικαίωμα κάθε πολίτη στην πρόσβαση επί ίσοις όροις στις δημόσιες παροχές του κράτους ,για το δικαίωμα πρόσβασης όλων σε μέρη ή υπηρεσίες που σκοπούν στην εξυπηρέτηση γενικού συμφέροντος, γεγονός που οδηγεί στη δημιουργία ενός νομικού προηγούμενου στη διεθνή προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που αφορά την αναγνώριση ενός δικαιώματος στην πρόσβαση per se.[159] Η πεποίθηση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι η Σύμβαση ΑμεΑ βασίζεται στην αρχή της προσβασιμότητας θεωρώντας την το κλειδί για την απόλαυση των λοιπών δικαιωμάτων των ΑμεΑ. Η παρατήρηση αυτή έγινε και από την Επιτροπή για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα που την περιήγαγε σε υποχρέωση των κρατών. Επιπρόσθετα η Επιτροπή για τα δικαιώματα του παιδιού στο Γενικό Σχόλιο 9 αναφέρθηκε στο γεγονός ότι η έλλειψη πρόσβασης σε κυβερνητικά και δημόσια κτήρια καθώς και σε χώρους αναψυχής αποτελεί παράγοντα υψηλού κινδύνου που μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην περιθωριοποίηση των παιδιών, κάτι που επανέλαβε και στο πρόσφατο Γενικό Σχόλιο 17 σχετικά με το δικαίωμα του παιδιού στην αναψυχή. Στα παραπάνω έρχονται να προστεθούν οι διαπιστώσεις της Παγκόσμιας Εκθέση για την Αναπηρία που εκδόθηκε από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας η οποία έκρινε ότι η έλλειψη πρόσβασης αποκλείει τα άτομα με αναπηρία από την απόλαυση μιας ομάδας δικαιωμάτων, περιορίζοντας τους μόνο στα βασικά και αυτονόητα δικαιώματα της ανθρώπινης ύπαρξης και ζωής χωρίς να τους δίνεται τελικά το ερέθισμα να αναπτυχθούν φυσιολογικά ως μέλη του κοινωνικό συνόλου.Αν προσθέσουμε και την πλούσια νομοθεσία της ΕΕ ,της ΔΟΕ και τα δρώμενα σε άλλες περιοχές του πλανήτη καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα στη προσβασιμότητα αρχίζει να ενδύεται παγκοσμίως με υψηλό κανονιστικό περιεχόμενο. Τα κράτη μέρη υποχρεούντα να πάρουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εξασφαλίσουν ότι τα ΑμεΑ έχουν πρόσβαση στο περιβάλλουν, στις μεταφορές, στην πληροφορία, στις επικοινωνίας συμπεριλαμβανομένων και των τεχνολογικών συστημάτων αλλά και σε άλλες παροχές που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, τόσο σε αστικές όσο και σε αγροτικές περιοχές. Η συνθετότατη λοιπόν αυτή διάταξη του άρθρου 9 της Σύμβασης ΑμεΑ,αν αναγνωστεί σε συνδυασμό με τον γενικό ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 31 της Σύμβασης της Βιέννης, [160]φαίνεται ότι παρέχει στα άτομα αυτά νέο δικαίωμα.
Τα παραπάνω ,με μια δόση βέβαια αμφισβήτησης σχετικά με την κανονιστική υφή του δικαιώματος, διαφαίνονται καθαρά στο Γενικό Σχόλιο για το άρθρο 9 της Επιτροπής ΑμεΑ. Είναι δε ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι το προσχέδιο του Γενικού Σχολίου τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση στην οποία συμμετείχαν πάνω από 40 οργανώσεις από όλον τον κόσμο που ασχολούνται με τα ΑμεΑ.[161]
Το κράτος, πρωταρχικά, ως κυρίαρχο είναι υποχρεωμένο να φροντίζει και να μεριμνεί ώστε όλοι οι πολίτες να απολαμβάνουν αυτά τα οποία είναι απαραίτητα για την ευδαιμονία τους και την συνεπακόλουθη υγιή και ισορροπημένη ανάπτυξη της προσωπικότητας τους, ενώ στον στόχο αυτόν οφείλει να συνεπικουρείται από το διεθνές δίκαιο.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το διεθνές σύστημα έχει στρέψει την προσοχή του στο άτομο το οποίο αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο και εξέχουσα θέση στις ημερήσιες διατάξεις των διεθνών οργανισμών. Ο αιώνας αυτός αποτελεί ορόσημο καθώς μέσα από την επέλαση της παγκοσμιοποίησης βαπτίζεται εκ νέου ως εποχή της διαφορετικότητας, της ανομοιογένειας και της ποικιλομορφίας. Η μοναδική πρόκληση που διανύει ο κόσμος μας στην εποχή της κρίσης έρχεται να συνδυαστεί με μια μοναδική ευκαιρία που παρουσιάζει η ανάδειξη της διαφορετικότητας, η οποία και μπορεί να τον αναζωογονήσει και να του δώσει νέα πνοή.
Τα άτομα είναι ευάλωτα σε ένα πολυμορφικό διεθνές περιβάλλον γεμάτο απειλές που παίρνουν ποικίλες μορφές, με αποτέλεσμα το διεθνές δίκαιο της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου να μην μπορεί πάντοτε επιτυχημένα να παρακολουθεί όλες αυτές τις σύγχρονες προκλήσεις, περιοριζόμενο σε ένα κατασταλτικό, συνεσταλμένο και όχι έναν προληπτικό και δυναμικό χαρακτήρα ,όπως έχει αποδείξει η διεθνής εμπειρία. Παρόλα αυτά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα αξιοσημείωτα βήματα που έχουν γίνει μέχρι στιγμής ειδικά στον τομέα της προστασίας των δικαιωμάτων των ΑμεΑ. Αν η προσβασιμότητα θεωρηθεί τελικά αυτόνομο και αυτοτελές δικαίωμα βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα δικαιοπλαστική πρωτοπορία που αξίζει ιδιαίτερης μνείας και επαίνου, καθώς θα προσθέσει στον κατάλογο των δικαιωμάτων μια ακόμη ασφαλιστική δικλείδα υπέρ των ΑμεΑ. Ακόμη δε σημαντικότερο είναι ότι σε συνδυασμό με το Πρωτόκολλο, αυτό το δικαίωμα αυτομάτως αποκτά αγωγιμότητα που δίνει άμεσα τη δυνατότητα στα ΑμεΑ να απαιτήσουν από τα κράτη θετική παροχή και την ουσιώδη ενσάρκωση του δικαιώματος. Η πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ που έκρινε την έλλειψη πρόσβασης του Ρώσου κρατούμενου σε υγιεινή και τροφή , ως παραβιάζουσα το άρθρο 3 της ΕυρΣΔΑ, ανοίγει τον δρόμο για περαιτέρω ερμηνείες. Θα μπορούσε δηλαδή, η έλλειψη προσβασιμότητα να επενδυθεί τον χαρακτήρα ενός δικαιώματος αναγκαστικού δικαίου; Αναμένουμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την απόφαση του Τμήματος Ευρείας σύνθεσης του ΕΔΔΑ στο ζήτημα αυτό.