Οι περισσότεροι από εμάς χρησιμοποιούμε καθημερινά προϊόντα και υπηρεσίες χωρίς καν να το αντιλαμβανόμαστε. Ανεβαίνουμε τις σκάλες, ακούμε τις ανακοινώσεις σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό, κάνουμε ανάληψη μετρητών από ATM, αγοράζουμε εισιτήρια online, διαβάζουμε ειδήσεις στο smartphone μας. Φαίνεται φυσικό για μερικούς από εμάς, αλλά για άλλους είναι μια καθημερινή πρόκληση, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει η προσβασιμότητα. Με την ταχεία εξέλιξη της τεχνολογίας και τον εντυπωσιακό αριθμό διαδικτυακών υπηρεσιών όπως: διαδικτυακές τραπεζικές συναλλαγές, διαδικτυακές αγορές, ψηφιακές υπηρεσίες υπουργείων, φορέων, οργανισμών και ανεξάρτητων αρχών, του δημοσίου, διαδικτυακές κρατήσεις και η λίστα συνεχίζεται, η προσβασιμότητα στον Ιστό έχει γίνει πλέον απαραίτητη.
Με τον όρο «προσβασιμότητα» νοείται το χαρακτηριστικό του περιβάλλοντος, που επιτρέπει σε όλα τα άτομα, χωρίς διακρίσεις φύλου, ηλικίας και λοιπών χαρακτηριστικών (σωματική διάπλαση, δύναμη, αντίληψη, εθνικότητα κ.λπ.), να έχουν πρόσβαση σε αυτό, δηλαδή να μπορούν αυτόνομα, με ασφάλεια και με άνεση να προσεγγίσουν και να χρησιμοποιήσουν τις υποδομές, αλλά και τις υπηρεσίες (συμβατικές και ηλεκτρονικές) και τα αγαθά που διατίθενται στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Ο όρος «προσβασιμότητα», λοιπόν, αναφέρεται όχι μόνο σε υποδομές αλλά και σε υπηρεσίες και σε αγαθά. Παράλληλα δε, εκτός από τη φυσική πρόσβαση, αναφέρεται και στη λειτουργικότητα, αλλά και στην δυνατότητα για επικοινωνία και πληροφόρηση, καθορίζει δε στην ουσία το βαθμό αυτονομίας και ασφάλειας του ατόμου σε σχέση με το περιβάλλον (φυσικό, δομημένο ή/και ηλεκτρονικό). Αναφερόμαστε δηλαδή σε προσβάσιμες στο άτομο υποδομές, υπηρεσίες, εξοπλισμούς, αγαθά. “Η προσβασιμότητα στο διαδίκτυο υποστηρίζει την κοινωνική ένταξη και υπονοεί ότι τα άτομα με αναπηρίες, καθώς και άλλοι (για παράδειγμα ηλικιωμένοι) μπορούν να χρησιμοποιούν τον Ιστό."
Στην Ευρώπη υπολογίζεται πως περίπου 15 εκατομμύρια παιδιά αντιμετωπίζουν ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (European Commission, 2013). Στην ελληνική νομοθεσία (Ν. 4547, 2018), ως μαθητές με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (εφεξής ΕΕΑ) νοούνται όσοι παρουσιάζουν: νοητική αναπηρία, αισθητηριακές αναπηρίες όρασης (τυφλοί, αμβλύωπες με χαμηλή όραση),
αισθητηριακές αναπηρίες ακοής (κωφοί, βαρήκοοι), κινητικές αναπηρίες, χρόνια μη ιάσιμα νοσήματα, διαταραχές ομιλίας και λόγου, ειδικές μαθησιακές δυσκολίες όπως δυσλεξία, δυσγραφία, δυσαριθμησία, δυσαναγνωσία, δυσορθογραφία, σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα, διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές (φάσμα αυτισμού), ψυχικές διαταραχές και πολλαπλές αναπηρίες. Επίσης μαθητές με ΕΕΑ θεωρούνται και όσοι έχουν: σύνθετες γνωστικές, συναισθηματικές και κοινωνικές δυσκολίες. Tο δικαίωμα για εκπαίδευση χωρίς αποκλεισμούς αποτελεί βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, σύμφωνα με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες (United Nations, 2006), αν και στην πράξη παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ χωρών. Στην Ελλάδα, η Σύμβαση του ΟΗΕ έχει ενσωματωθεί στην εθνική νομοθεσία από το 2012 (Ν. 4074, 2012), όπου αναγνωρίζεται πως για την εκπαίδευση των ΑμεΑ θα πρέπει μεταξύ άλλων να παρέχεται: εύλογη προσαρμογή ως προς τις απαιτήσεις του ατόμου, υποστήριξη και αποτελεσματικά εξατομικευμένα μέτρα υποστήριξης, με στόχο την πλήρη ενσωμάτωση. Επίσης τα ΑμεΑ θα πρέπει να διδάσκονται δεξιότητες ζωής και κοινωνικής ανάπτυξης, με σκοπό την πλήρη και ίση συμμετοχή τους στην εκπαίδευση, ως μέλη της κοινωνίας.